συλλαβόντες οὖν τοὺς νενικημένους καὶ δήσαντες ἀπέπεμψαν ἔτι μᾶλλον κολασθησομένους. ἔγραψεν δὲ καὶ ταύτην τὴν μάχην Ὅμηρος καὶ ἀπιόντι μοι ἔδωκεν τὰ βιβλία κομίζειν τοῖς παρ᾽ ἡμῖν ἀνθρώποις· ἀλλ᾽ ὕστερον καὶ ταῦτα μετὰ τῶν ἄλλων ἀπωλέσαμεν. ἦν δὲ ἡ ἀρχὴ τοῦ ποιήματος αὕτη,

     «Νῦν δέ μοι ἔννεπε, Μοῦσα, μάχην νεκύων ἡρώων.»

      τότε δ᾽ οὖν κυάμους ἑψήσαντες, ὥσπερ παρ᾽ αὐτοῖς νόμος ἐπειδὰν πόλεμον κατορθώσωσιν, εἱστιῶντο τὰ ἐπινίκια καὶ ἑορτὴν μεγάλην ἦγον· μόνος δὲ αὐτῆς οὐ μετεῖχε Πυθαγόρας, ἀλλ᾽ ἄσιτος πόρρω ἐκαθέζετο μυσαττόμενος τὴν κυαμοφαγίαν.

    συλλαβόντες: ao. part. nom. pl. of συλλαμβάνω, “arresting”

    νενικημένους: perf. part. acc. pl. of νικάω, “the conquered”

    κολασθησομένους: fut. part. pas. acc. pl. of κολάζω showing purpose, “in order to punish”

    ἀπιόντι: pr. part. dat. s. of ἀπο-ἔρχομαι, modifying μοι, “as I was leaving”

    ἔδωκεν: ao. of δίδωμι, “he gave”

    κομίζειν:  inf. of purpose “to provide”

    ἀπωλέσαμεν: ao. of ἀπόλλυμι, “we lost it”

    ἔννεπε: imperative, “sing” (cf. the first line of the Odyssey: ἀνδρὰ μοι ἔννεπε, Μοῦσα)

    ἑψήσαντες: ao. part. of ἕψω, “having cooked”

    ἐπειδὰν...κατορθώσωσιν: subj. of κατα-ὀρθόω general temporal clause, “whenever they win”

    εἱστιῶντο: impf. of ἑστιάω, “they were celebrating”

    οὐ μετεῖχε: impf. of μετα-ἔχω, “would not partake in”

    μυσαττόμενος: pr. part. of μυσάσσω, “being disgusted”

    κυαμοφαγίαν: “legume-eating.” Pythagoras famously refused to eat beans.

    συλλαμβάνω: collect, gather together

    ἀποπέμπω: send off or away, to dismiss

    κολάζω: punish

    βιβλίον, τό: a paper, scroll, letter

    ποίημα, -ατος, τό: something made, a poem

    ἐνέπω: tell, relate, describe

    Μοῦσα, -ης, ἡ: the Muse

    νέκυς, -υος, ὁ: a corpse, corse

    ἥρως, ὁ: a hero, warrior

    κύαμος, ὁ: a bean

    ἕψω: boil, cook

    κατορθόω: set upright, erect

    ἐπινίκιος, -ον: of victory, triumphal

    ἑορτή, ἡ: a feast or festival, holiday

    μετέχω: partake of, enjoy a share of

    Πυθαγόρας: Pythagoras

    ἄσιτος, -ον: without food, fasting

    πόρρω: forwards, onwards, further

    καθέζομαι: sit down

    μυσάττομαι: feel disgust at

    κυαμοφαγία, ἡ: the eating of beans, bean-diet

    Article Nav
    Previous
    Next

    Suggested Citation

    Eric Casey, Evan Hayes, and Stephen Nimis, Lucian True History. Carlisle, Pennsylvania: Dickinson College Commentaries, 2023. ISBN: .
    https://dcc.dickinson.edu/lucian-true/book-2/2-24