ἕωθεν δὲ ἀνηγόμεθα σφοδρότερον κατιόντος τοῦ πνεύματος· καὶ δὴ χειμασθέντες ἡμέρας δύο τῇ τρίτῃ περιπίπτομεν τοῖς Κολοκυνθοπειραταῖς. ἄνθρωποι δέ εἰσιν οὗτοι ἄγριοι ἐκ τῶν πλησίον νήσων λῃστεύοντες τοὺς παραπλέοντας. τὰ πλοῖα δὲ ἔχουσι μεγάλα κολοκύνθινα τὸ μῆκος πήχεων ἑξήκοντα· ἐπειδὰν γὰρ ξηράνωσι τὴν κολόκυνθαν, κοιλάναντες αὐτὴν καὶ ἐξελόντες τὴν ἐντεριώνην ἐμπλέουσιν, ἱστοῖς μὲν χρώμενοι καλαμίνοις, ἀντὶ δὲ τῆς ὀθόνης τῷ φύλλῳ               τῆς κολοκύνθης. προσβαλόντες οὖν ἡμῖν ἀπὸ δύο πληρωμάτων ἐμάχοντο καὶ πολλοὺς κατετραυμάτιζον βάλλοντες ἀντὶ λίθων τῷ σπέρματι τῶν κολοκυνθῶν. ἀγχωμάλως δὲ ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες περὶ μεσημβρίαν εἴδομεν κατόπιν τῶν Κολοκυνθοπειρατῶν προσπλέοντας τοὺς Καρυοναύτας. πολέμιοι δὲ ἦσαν ἀλλήλοις, ὡς ἔδειξαν· ἐπεὶ γὰρ κἀκεῖνοι ᾔσθοντο αὐτοὺς ἐπιόντας, ἡμῶν μὲν ὠλιγώρησαν, τραπόμενοι δὲ ἐπ᾽ ἐκείνους ἐναυμάχουν.

    ἀνηγόμεθα: impf. of ἀνα-ἄγω, “we put to sea”

    κατιόντος τοῦ πνεύματος: pr. part. of κατα-ἔρχομαι, gen abs., “the wind rising”

    καὶ δὴ χειμασθέντες: ao. part. of χειμάζω, “in fact, being storm-tossed”

    ἡμέρας δύο τῇ τρίτῃ: acc. and dat. of time, "for two days and on the third"

    Κολοκυνθοπειραταῖς: dat. pl., “Pumpkin pirates”

    τοὺς παραπλέοντας: “those sailing by”

    ἐπειδὰν ξηράνωσι: ao. subj. of ξηραίνω, indef. temp. clause, “whenever they dry out”

    κοιλάναντες: ao. part. of κοιλαίνω, “having hollowed”

    ἐξελόντες: ao. part. of ἐξ-αἱρέω, “having removed”

    καλαμίνοις, τῷ φύλλῳ: datives of means after χρώμενοι, “using reeds, using the leaf”

    προσβαλόντες: ao. part. of προσ-βάλλω, “having attacked”

    πληρωμάτων: “from two groups,” (i.e., “crews”)

    κατετραυμάτιζον: impf. of κατα-τραυματίζω, “they wounded”

    τῷ σπέρματι: dat. of means, “with the seed”

    εἴδομεν: ao. of ὁράω, “we saw”

    τοὺς Καρυοναύτας: “the Nut-sailors”

    ὡς ἔδειξαν: “as they showed (by their actions)”

    ᾔσθοντο: ao. of αἰσθάνομαι, “they perceived”

    αὐτοὺς ἐπιόντας: pr. part of ἐπι-ἔρχομαι in ind. st. after ᾔσθοντο, “that they were attacking”

    ὠλιγώρησαν: ao. of ὀλιγωρίζω, “they ignored”

    τραπόμενοι: ao. part. of τρέπω, “having turned away”

    ἕωθεν: from morning

    ἀνάγω: to lead up

    σφόδρα: very, much

    χειμάζω: pass the winter

    περιπίπτω: fall around or in with

    ἄγριος, -α, -ον: living in the fields, rural

    λῃστεύω: be a robber or pirate

    παραπλέω: sail by or past

    πλοῖον, τό: a floating vessel, a ship, vessel

    κολοκύνθινος, -η, -ον: made from pumpkins

    μῆκος, -εος: length

    πῆχυς, ὁ: length of the fore-arm, cubit

    ἑξήκοντα: sixty

    ἐπειδάν: whenever

    ξηραίνω: parch up, dry up

    κολοκύνθη, -της, ἡ: a pumpkin

    κοιλαίνω: make hollow, scoop out

    ἐξαιρέω: take out of

    ἐντεριώνη, ἡ: innermost part

    ἐμπλέω: sail in

    ἱστός, ὁ: anything set upright, mast

    καλάμινος, -η, -ον: made of reed

    ὀθόνη, ἡ: linen (used for sails)

    φύλλον, τό: a leaf

    προσβάλλω: strike or dash against

    πλήρωμα, -ατος, τό: a full measure, crew

    κατατραυματίζω: cover with wounds

    σπέρμα, -ατος, τό: seed

    ἀγχώμαλος, -ον: nearly equal, indecisive

    ναυμαχέω: fight in a ship or by sea

    μεσημβρία, ἡ: mid-day, noon

    κατόπιν: behind, after

    προσπλέω: sail towards or against

    Καρυοναύτης, -ου, ὁ: one who sails in a nut-shell 

    ὀλιγωρέω: esteem little or lightly

    Article Nav
    Previous
    Next

    Suggested Citation

    Eric Casey, Evan Hayes, and Stephen Nimis, Lucian True History. Carlisle, Pennsylvania: Dickinson College Commentaries, 2023. ISBN: .
    https://dcc.dickinson.edu/lucian-true/book-2/2-37