Βιασάμενοι δὲ ὅμως τὴν ὕλην ἀφικόμεθα ἐς τὸ ὕδωρ, καὶ πάλιν ὁμοίως καθέντες τὴν ναῦν ἐπλέομεν διὰ καθαροῦ καὶ διαυγοῦς ὕδατος, ἄχρι δὴ ἐπέστημεν χάσματι μεγάλῳ ἐκ τοῦ ὕδατος διεστῶτος γεγενημένῳ, καθάπερ ἐν τῇ γῇ πολλάκις ὁρῶμεν ὑπὸ σεισμῶν γενόμενα διαχωρίσματα. ἡ μὲν οὖν ναῦς καθελόντων ἡμῶν τὰ ἱστία οὐ ῥᾳδίως ἔστη παρ᾽ ὀλίγον ἐλθοῦσα κατενεχθῆναι. ὑπερκύψαντες δὲ ἡμεῖς ἑωρῶμεν βάθος ὅσον σταδίων χιλίων μάλα φοβερὸν καὶ παράδοξον· εἱστήκει γὰρ τὸ ὕδωρ ὥσπερ μεμερισμένον· περιβλέποντες δὲ ὁρῶμεν κατὰ δεξιὰ οὐ πάνυ πόρρωθεν γέφυραν ἐπεζευγμένην ὕδατος συνάπτοντος τὰ πελάγη κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἐκ τῆς ἑτέρας θαλάττης εἰς τὴν ἑτέραν διαρρέοντος. προσελάσαντες οὖν ταῖς κώπαις κατ᾽ ἐκεῖνο παρεδράμομεν καὶ μετὰ πολλῆς ἀγωνίας ἐπεράσαμεν οὔποτε προσδοκήσαντες.

    τοῖσιν ἐρχομένοισιν: epic dat. pl., “to them going”

    ὑλήεντα διὰ πλόον: “through a forest voyage”

    βιασάμενοι: ao. part. of βιάζομαι, “having forced our way through”

    ἀφικόμεθα: ao. of ἀφικνέομαι, “we arrived”

    καθέντες: ao. part. of κατα-ἵημι, “having set down”

    ἐπέστημεν: ao. intrans. of ἐπι-ἵστημι, “until we stood”

    γεγενημένῳ: perf. part. of γίγνομαι, modifying χάσματι, “a chasm made by”

    διεστῶτος: perf. part. gen. s. of δια-ἵστημι modifying ὕδατος “water dividing”

    ὑπὸ σεισμῶν γενόμενα: ao. part. of γίγνομαι, “made by earthquakes”

    καθελόντων ἡμῶν: ao. part. of κατα-αἱρέω, gen. abs., “while we took down”

    οὐ ῥᾳδίως ἔστη: ao. of ἵστημι, “did not easily come to a stop”

    παρ᾽ ὀλίγον ἐλθοῦσα: ao. part. nom. s. f. of ἔρχομαι, “having come close”

    κατενεχθῆναι: ao. pas. inf. of κατα-φέρω, “to being brought down”

    ὑπερκύψαντες: ao. part. of ὑπερ-κύπτω, “peering over”

    ἑωρῶμεν: impf. of ὁράω, “we saw”

    εἱστήκει: plupf. of ἵστημι, “stood”

    μεμερισμένον: perf. part. of μερίζω, “cut in two”

    γέφυραν ἐπεζευγμένην: perf. part. pas. of ἐπι-ζεύγνυμι, “a bridge yoking together” 

    ὕδατος: “(made) of water”

    συνάπτοντος, διαρρέοντος: pr. part. gen. s. of συν-ἄπτω and  δια-ῥέω, modifying ὕδατος, “joining, flowing”

    κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν: “along the surface”

    προσελάσαντες: ao. part. of προσ-ἐλαύνω, “having rowed forward”

    παρεδράμομεν: ao. of παρα-τρέχω, “we ran into”

    ἐπεράσαμεν: ao. of περάω, “we crossed”

    οὔποτε προσδοκήσαντες: ao. of προσ-δοκέω, “not ever expecting (that we would)"

    ὑλήεις, -εσσα, -εν: woody, wooded

    πλόος, ὁ: a sailing, voyage

    βιάζω: to constrain

    ὕλη, ἡ: a forest

    καθίημι: to send down, let fall

    καθαρός: clear of dirt, clean, spotless

    διαυγής, -ές: transparent

    ἄχρι: to the uttermost, utterly

    ἐφίστημι: to set or place upon

    χάσμα, -ατος, τό: a chasm, gulf

    διίστημι: to set apart, to place separately, separate

    σεισμός, ὁ: a shaking, shock

    διαχώρισμα, -ατος, τό: a cleft, division

    καθαιρέω: to take down

    ἱστίον, τό: any web, a sail

    ῥᾳδίως: easily

    καταφέρω: to bring down

    ὑπερκύπτω: to stretch and peep over

    βάθος: depth or height

    χίλιοι, -αι: a thousand

    φοβερός, -ά, -όν: fearful

    παράδοξος, -ον: incredible, paradoxical

    μερίζω: to divide, distribute

    περιβλέπω: to look round about

    δεξιός, -ά, -όν: on the right hand or side

    πόρρωθεν: from afar

    γέφυρα: a dyke, dam or mound

    ἐπιζεύγνυμι: to join at top

    συνάπτω: to tie or bind together, to join together, unite

    πέλαγος, -εος, τό: the sea

    ἐπιφάνεια, τά: manifestation, surface

    διαρρέω: to flow through

    προσελαύνω: to drive or chase to

    κώπη, ἡ: the handle of an oar

    παρατρέχω: to run by or past

    ἀγωνία, ἡ: a contest, struggle for victory

    ἐπιρραίνω: to sprinkle upon or over

    προσδοκάω: to expect

    Article Nav
    Previous
    Next

    Suggested Citation

    Eric Casey, Evan Hayes, and Stephen Nimis, Lucian True History. Carlisle, Pennsylvania: Dickinson College Commentaries, 2023. ISBN: .
    https://dcc.dickinson.edu/lucian-true/book-2/2-43