Περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον γαλήνης οὔσης ἐλάθομεν προσοκείλαντες ἀλκυόνος καλιᾷ παμμεγέθει· σταδίων γοῦν ἦν αὕτη ἑξήκοντα τὸ περίμετρον. ἐπέπλεεν δὲ ἡ ἀλκυὼν τὰ ᾡὰ θάλπουσα οὐ πολὺ μείων τῆς καλιᾶς. καὶ δὴ ἀναπταμένη μικροῦ μὲν κατέδυσε τὴν ναῦν τῷ ἀνέμῳ τῶν πτερῶν. ᾤχετο δ᾽ οὖν φεύγουσα γοεράν τινα φωνὴν προϊεμένη. ἐπιβάντες δὲ ἡμεῖς ἡμέρας ἤδη ὑποφαινούσης ἐθεώμεθα τὴν καλιὰν σχεδίᾳ μεγάλῃ προσεοικυῖαν ἐκ δένδρων μεγάλων συμπεφορημένην· ἐπῆν δὲ καὶ ᾡὰ πεντακόσια, ἕκαστον αὐτῶν Χίου πίθου περιπληθέστερον. ἤδη μέντοι καὶ οἱ νεοττοὶ ἔνδοθεν ἐφαίνοντο καὶ ἔκρωζον. πελέκεσιν γοῦν διακόψαντες ἓν τῶν ᾡῶν νεοττὸν ἄπτερον ἐξεκολάψαμεν εἴκοσι γυπῶν ἁδρότερον.
notes
They bump into the floating nest of an enormous halcyon.
γαλήνης οὔσης: gen abs., “there being a stillness of the sea”
ἐλάθομεν: ao. of λανθάνω
προσοκείλαντες: ao. part. of προσ-κέλλω, with ἐλάθομεν, “we didn᾽t notice we᾽d run aground on...”
καλιᾷ παμμεγέθει: “a huge nest”
ἐπέπλεεν (= ἐπέπλει): impf. of ἐπι-πλέω, “was sailing”
μείων τῆς καλιᾶς: gen. of comparison, “smaller than the nest”
καὶ δὴ: “in fact”
ἀναπταμένη: ao. part. of ἀνα-πέτομαι, “rising in the air”
μικροῦ κατέδυσε: “almost sunk the ship,” lit. “by a little”
προϊεμένη: pr. part. of προ-ἵημι, “sending forth a cry”
ἐπιβάντες: ao. part. of ἐπι-βαίνω, “having gone ashore”
ἡμέρας ἤδη ὑποφαινούσης: gen. abs., “at day break”
προσεοικυῖαν: perf. part. in ind. st. after ἐθεώμεθα, “...that it looked like” + dat.
συμπεφορημένην: perf. part. pas. of συμ-φορέω, modifying καλιὰν, “having been put together”
ἐπῆν: impf. of ἐπι-εἰμι, “there were”
ᾠὰ: n. pl., “eggs”
περιπληθέστερον: “more full”
πελέκεσιν: dat. of means, “with axes”
διακόψαντες: ao. part. of δια-κόπτω, “cutting open”
ἐξεκολάψαμεν: ao. of ἐκ-κολάπτω, “we hatched out”
ἁδρότερον: “thicker”
vocabulary
μεσονύκτιος, -ον: of or at midnight
γαλήνη, ἡ: stillness of the sea, calm
προσοκέλλω: to run
ἀλκυών, -όνος, ἡ: the kingfisher
παμμεγέθης, -ες: enormous
γοῦν: at least then, at any rate, any way
ἑξήκοντα: sixty
περίμετρον, τό: the circumference
ἐπιπλέω: to sail upon or over
ἀλκυών, -όνος, ἡ: the kingfisher
ᾠόν, τό: an egg
θάλπω: to heat, soften by heat
μείων, -μηονος: less, smaller
καλιά, ἡ: a wooden dwelling, hut, nest
ἀναπέτομαι: to fly up, fly away
καταδύω: to sink
ἄνεμος, ὁ: wind
πτερόν, τό: feathers
οἴχομαι: to be gone, to have gone
γοερός, -ά, -όν: mournful, lamentable
προίημι: to send forth
ἐπιβαίνω: to go upon
ὑποφαίνω: to bring to light from under
θεάομαι: to look on, gaze at, view, behold
σχεδία, ἡ: a raft, float
προσέοικα: to be like, resemble
δένδρον, τό: a tree
συμφορέω: to gather, collect, heap up
πεντακόσιοι, -αι: five hundred
Χῖος, -α, -ον: Chian, of or from Chios
πίθος, ὁ: a wine-jar
περιπληθής, -ές: very full
νεοττός, οῦ, ὁ: a young bird, nestling, chick
ἔνδοθεν: from within
φαίνομαι: to appear, seem
κρώζω: to cry like a crow, caw
πέλεκυς, -εως, ἡ: an axe
διακόπτω: to cut in two, cut through
ἄπτερος, -ον: without wings, unwinged
ἐκκολάπτω: to scrape out
γύψ, ἡ: a vulture
ἁδρός, -ά, -όν: thick