Μείνας δὲ κἀκείνην τὴν ἡμέραν, τῇ ἐπιούσῃ ἀνηγόμην τῶν ἡρώων παραπεμπόντων. ἔνθα μοι καὶ Ὀδυσσεὺς προσελθὼν λάθρᾳ τῆς Πηνελόπης δίδωσιν ἐπιστολὴν εἰς Ὠγυγίαν τὴν νῆσον Καλυψοῖ κομίζειν. συνέπεμψε δέ μοι ὁ Ῥαδάμανθυς τὸν πορθμέα Ναύπλιον, ἵν᾽ ἐὰν καταχθῶμεν ἐς τὰς νήσους, μηδεὶς ἡμᾶς συλλάβῃ ἅτε κατ᾽ ἄλλην ἐμπορίαν καταπλέοντας.
Ἐπεὶ δὲ τὸν εὐώδη ἀέρα προϊόντες παρεληλύθειμεν, αὐτίκα ἡμᾶς ὀσμή τε δεινὴ διεδέχετο οἷον ἀσφάλτου καὶ θείου καὶ πίττης ἅμα καιομένων, καὶ κνῖσα δὲ πονηρὰ καὶ ἀφόρητος ὥσπερ ἀπὸ ἀνθρώπων ὀπτωμένων, καὶ ὁ ἀὴρ ζοφερὸς καὶ ὁμιχλώδης, καὶ κατέσταζεν ἐξ αὐτοῦ δρόσος πιττίνη· ἠκούομεν δὲ καὶ μαστίγων ψόφον καὶ οἰμωγὴν ἀνθρώπων πολλῶν.
notes
μείνας: ao. part of μένω, having remained”
κἀκείνην τὴν ἡμέραν: acc. of duration of time,“for that day”
ἀνηγόμην: impf. of ἀνα-ἄγω, “I put to sea”
τῶν ἡρώων παραπεμπόντων: gen. abs., “the heroes escorting me”
προσελθὼν: ao. part. of προσ-ἔρχομαι, “having approached”
λάθρᾳ τῆς Πηνελόπης: “secretly from Penelope”
εἰς Ὠγυγίαν: “to Ogygia,” the island of the nymph Calypso, where Odysseus was stranded for seven years (Odyssey 5)
Ναύπλιον: Nauplion was the legendary navigator of the Argonauts.
ἵνα μηδεὶς ἡμᾶς συλλάβῃ: subj. in neg. purpose clause, “lest someone arrest us”
ἐὰν καταχθῶημεν: ao. pas. subj. of κατα-ἄγω, more vivid or general protasis, “if (ever) we land”
ἅτε + part.: expressing the grounds for the action, “thinking that we were putting in”
κατ᾽ ἄλλην ἐμπορίαν: “for some other errand”
They encounter strong smells that presage the Island of the Damned.
προϊόντες: pr. part. of προ-ἔρχομαι, “going forward”
παρεληλύθειμεν: plupf. of παρα-ἔρχομαι, “we had passed”
διεδέχετο: impf. of διαδέχομαι, “was received”
ἀφόρητος: “insufferable”
κατέσταζεν: impf. of καταστάζω, “dripped”
vocabulary
παραπέμπω: send past, convey past or through
προσέρχομαι: come or go to
λάθρῃ: in Attic λάθρα; secretly, covertly
Πηνελόπεια, ἡ: Penelope
ἐπιστολή, ἡ: a message
Ὠγύγιος, -α, -ον: Ogygian
Καλυψώ: Calypso
συμπέμπω: send with or at the same time
πορθμεύς, -έως, ὁ: a ferryman
κατάγω: lead down (land)
ἐμπορία, ἡ: commerce, trade, traffic
καταπλέω: sail down
εὐώδης, -ες: sweet-smelling, fragrant
ἀήρ, ἀέρος, ὁ: air
παραλύω: release
ὀσμή, ἡ: a smell, scent, odour
διαδέχομαι: receive one from another
ἄσφαλτος, ἡ: asphalt, bitumen
θεῖον, τό: brimstone
πίττα, ης, ἡ: pitch
καίω: kindle, burn
κνῖσα: the savour and steam of burnt sacrifice
ἀφόρητος, -ον: intolerable, insufferable
ὀπτάω: roast, broil
ζοφερός, -ά, -όν: dusky, gloomy
ὀμιχλώδης, -ές: misty
καταστάζω: pour upon, shed over
δρόσος, ἡ: dew
πίττινος: like pitch
μάστιξ, -ιγος, ἡ: a whip, scourge
ψόφος, ὁ: a sound, noise
οἰμωγή, ἡ: loud wailing, lamentation