ἐκείνην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα ἐπηυλισάμεθα τῇ μάχῃ καὶ τρόπαιον ἐστήσαμεν ῥάχιν ξηρὰν δελφῖνος ἀναπήξαντες. τῇ ὑστεραίᾳ δὲ καὶ οἱ ἄλλοι αἰσθόμενοι παρῆσαν, τὸ μὲν δεξιὸν κέρας ἔχοντες οἱ Ταριχᾶνες - ἡγεῖτο δὲ αὐτῶν Πήλαμος - τὸ δὲ εὐώνυμον οἱ Θυννοκέφαλοι, τὸ μέσον δὲ οἱ Καρκινόχειρες· οἱ γὰρ Τριτωνομένδητες τὴν ἡσυχίαν ἦγον οὐδετέροις συμμαχεῖν προαιρούμενοι. ἡμεῖς δὲ προαπαντήσαντες αὐτοῖς παρὰ τὸ Ποσειδώνιον συνεμίξαμεν πολλῇ βοῇ χρώμενοι, ἀντήχει δὲ τὸ κύτος ὥσπερ τὰ σπήλαια. τρεψάμενοι δὲ αὐτούς, ἅτε γυμνῆτας ὄντας, καὶ καταδιώξαντες ἐς τὴν ὕλην τὸ λοιπὸν ἐπεκρατοῦμεν τῆς γῆς.
notes
τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα: S. 1582, G 538.
ἐπηυλισάμεθα: aor. of ἐπαυλίζω, "we bivouacked."
τῇ μάχῃ: "on the battlefield" (see Jerram ad loc.).
ἐστήσαμεν: aor. act. of ἵστημι, "we set up."
ἀναπήξαντες: aor. part. of ἀναπήγνυμι, "by fixing on a spit."
τῇ ὑστεραίᾳ: "on the next day" (sc. ἡμέρᾳ), (G. 527c; S. 1539 and 1540).
αἰσθόμενοι: aor. part. of αἰσθάνομαι, "after they heard (about this)."
τὴν ἡσυχίαν ἦγον: "they were staying out of the action," (ἡσυχίαν ἄγειν: keep quiet, be at rest).
προαπαντήσαντες: aor. part. of προαπαντάω, "having gone out to meet them."
συνεμίξαμεν: aor. 1 pl. of συμμίγνυμι, "we engaged (them)."
ἀντήχει: impf. of ἀντηχέω, "was resounding."
τὸ κύτος: "the hollow" (a scholarly emendation as the MSS have κῆτος "sea monster").
ἅτε γυμνῆτας ὄντας: "because they were light-armed" (S. 2085; G. 593a).