62-65

[62] οὐκοῦν περιφανῶς ἐπιδεικνύω ὑμῖν καὶ αὐτοὺς τοὺς οἰκειοτάτους Νεαίρας ταυτησὶ καταμεμαρτυρηκότας ὡς ἔστιν ξένη, Στέφανόν τε τουτονὶ τὸν ἔχοντα ταύτην νυνὶ καὶ συνοικοῦντ᾽ αὐτῇ καὶ Φράστορα τὸν λαβόντα τὴν θυγατέρα, Στέφανον μὲν οὐκ ἐθελήσαντα ἀγωνίσασθαι ὑπὲρ τῆς θυγατρὸς τῆς ταύτης, γραφέντα ὑπὸ Φράστορος πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ὡς Ἀθηναίῳ ὄντι ξένης θυγατέρα αὐτῷ ἠγγύησεν, ἀλλ᾽ ἀποστάντα τῆς προικὸς καὶ οὐκ ἀπολαβόντα,

[63] Φράστορα δ᾽ ἐκβαλόντα τε τὴν θυγατέρα τὴν Νεαίρας ταυτησὶ γήμαντα, ἐπειδὴ ἐπύθετο οὐ Στεφάνου οὖσαν, καὶ τὴν προῖκα οὐκ ἀποδόντα, ἐπειδή τε ἐπείσθη ὕστερον διὰ τὴν ἀσθένειαν τὴν αὑτοῦ καὶ τὴν ἀπαιδίαν καὶ τὴν ἔχθραν τὴν πρὸς τοὺς οἰκείους ποιήσασθαι τὸν υἱόν, καὶ ἐπειδὴ εἰσῆγεν εἰς τοὺς γεννήτας, ἀποψηφισαμένων τῶν γεννητῶν καὶ διδόντων ὅρκον αὐτῷ οὐκ ἐθελήσαντα ὀμόσαι, ἀλλὰ μᾶλλον εὐορκεῖν προελόμενον, καὶ ἑτέραν ὕστερον γήμαντα γυναῖκα ἀστὴν κατὰ τὸν νόμον· αὗται γὰρ αἱ πράξεις περιφανεῖς οὖσαι μεγάλας μαρτυρίας δεδώκασι κατ᾽ αὐτῶν, ὅτι ἔστι ξένη Νέαιρα αὑτηί.

[64] σκέψασθε δὲ καὶ τὴν αἰσχροκερδίαν τὴν Στεφάνου τουτουὶ καὶ τὴν πονηρίαν, ἵνα καὶ ἐκ ταύτης εἰδῆτε ὅτι οὐκ ἔστιν Νέαιρα αὑτηὶ ἀστή. Ἐπαίνετον γὰρ τὸν Ἄνδριον, ἐραστὴν ὄντα Νεαίρας ταυτησὶ παλαιὸν καὶ πολλὰ ἀνηλωκότα εἰς αὐτὴν καὶ καταγόμενον παρὰ τούτοις ὁπότε ἐπιδημήσειεν Ἀθήναζε διὰ τὴν φιλίαν τὴν Νεαίρας,

[65] ἐπιβουλεύσας Στέφανος οὑτοσί, μεταπεμψάμενος εἰς ἀγρὸν ὡς θύων, λαμβάνει μοιχὸν ἐπὶ τῇ θυγατρὶ τῇ Νεαίρας ταυτησί, καὶ εἰς φόβον καταστήσας πράττεται μνᾶς τριάκοντα, καὶ λαβὼν ἐγγυητὰς τούτων Ἀριστόμαχόν τε τὸν θεσμοθετήσαντα καὶ Ναυσίφιλον τὸν Ναυσινίκου τοῦ ἄρξαντος υἱόν, ἀφίησιν ὡς ἀποδώσοντα αὑτῷ τὸ ἀργύριον.

    Apollodoros reiterates that both Stephanos and Phrastor have, by their actions, shown that Neaira is a foreigner. He next tells how Stephanos entrapped a man named Epainetos by catching him in the act of adultery with Phano and then extorting 30 mnae from him.

    62

    πιδεικνύω: alternate form of ἐπιδείκνυμι; this verb takes a long series of participles in indirect statement.

    καταμεμαρτυρηκότας: they have not technically given testimony (μαρτυρία), but Apollodoros is suggesting that their actions attest to their belief that Neaira is a foreigner.

    οκ θελήσαντα: οὐκ ἐθέλω means “to refuse.”

    γωνίσασθαι < ἀγωνίζομαι, “fight it out in court”

    ποστάντα: “renounced his claim on” + gen.

    63

    γήμαντα: “after marrying her” < γαμέω. The manuscripts read γήμαντα τε, which would necessitate an awkward pairing of γήμαντα and the ἀποδόντα that follows. One solution, as in our text, has been to move the τε immediately after ἐκβαλόντα; Dilts 2009, by contrast, brackets the entire phrase γήμαντά τε, following a suggestion offered by Diggle.

    λλ μλλον εορκεν προελόμενον: “but chose rather to avoid committing perjury” (Murray). προελόμενον < προ-αἱρέω

    64

    παίνετον γρ τν νδριον: Epainetos from the Greek island of Andros, in the Cyclades; accusative object of ἐπιβουλεύσας below

    καταγόμενον: see §23.

    65

    ες γρόν ς θύων: this is a pretext for catching him in an isolated place with Neaira’s daughter.

    λαμβάνει μοιχν πί: literally, “catches him (Epainetos) as an adulterer with,” i.e., “catches him in the act of adultery with”

    εἰς φόβον καταστήσας: “having brought him into (a state of) fear,” i.e., having terrified him with threats of punishment. See LSJ καθίστημι II.3.

    πράττεται μνς τρίακοντα: if the κύριος of a woman caught her engaged in adultery, he could either kill the adulterer or humiliate him (see further below). Alternatively, the matter could be settled through a financial arrangement, which is what Stephanos tries here. For πράττεται = ”exact as payment,” see §41 and LSJ πράσσω VI.

    φίησιν ς: “releases him on the condition that” + fut. ptc.

    62

    περιφανής –ές: visible from all sides; manifest, clear; Adv. -νῶς conspicuously, notably, evidently

    πιδείκνυμι πιδείξω πέδειξα πιδέδειχα πιδέδειγμαι πεδείχθην: display, exhibit; show, prove

    καταμαρτυρέω: to bear witness against

    ξένη: a female guest, a foreign woman

    συνοικω συνοικήσω συνκησα συνκηκα συνκημαι συνκήθην: to dwell together, live together

    γωνίζομαι γωνισιομαι γωνισάμην ––– γώνισμαι γωνίσθην: to contend for a prize; to contend in court; (pass.) to be on trial

    θεσμοθέτης: a lawgiver; at Athens, οἱ θεσμοθέται = the six junior archons

    θηναος –α –ον: Athenian

    γγυάω: to betroth

    φίστημι ποστήσω πέστησα (or πέστην) πέστηκα πέσταμαι πεστάθην: remove; renounce claim on 

    προίξ προικός : gift; dowry

    πολαμβάνω πολήψομαι πέλαβον πείληφα πείλημμαι πελήφθην: take from

    63

    κβάλλω κβαλ ξέβαλον κβέβληκα κβέβλημαι ξεβλήθην: throw, cast out, divorce

    γαμέω γαμ γημα γεγάμηκα γεγάμημαι –––: marry

    σθένεια –ας : weakness, sickness

    παιδία –ας : childlessness

    χθρα –ας : hatred, enmity

    εσάγω εσάξω εσήγαγον εσαγήοχα εσγμαι εσήχθην: to lead in, bring before

    ποψηφίζομαι: reject, refuse to elect, vote against; acquit

    γεννητής –ο : a parent; member of a γένος

    ρκος –ου : oath

    μνυμι (or μνύω) μομαι μοσα μώμοκα μώμο(σ)μαι μόθην: to swear

    εορκέω: to be faithful to one's oath

    προαιρέω προαιρήσω προελον προρηκα προρημαι προρέθην: (mid.) to prefer

    στή –ς : fem. of ἀστός

    μαρτυρία –ας : witness, testimony, evidence

    64

    σκέπτομαι (σκοπέω) σκέψομαι σκεψάμην σκεμμαι: examine

    ασχροκέρδεια –ας : base greed

    πονηρία –ας : fault; wickedness

    νδριος: of Andros

    ραστής –ο : a lover

    ναλίσκω ναλσω νήλωσα νήλωκα νήλωμαι νηλθην: to use up, to spend, lavish

    κατάγω κατάξω κατήγαγον καταγήοχα κατγμαι κατήχθην: (mid.) to turn in and lodge (at someone's house)

    πιδημέω πιδημήσω πεδήμησα πιδεδήμηκα: come to stay in a city, visit

    θήναζε: to Athens

    65

    πιβουλεύω πιβουλεύσω πεβούλευσα πιβεβούλευκα ––– –––: plan against

    μεταπέμπω μεταπέμψω μετέπεμψα μεταπέπομφα μεταπέπεμμαι μετεπέμφθην: summon

    γρός –ο : field, arable land

    μοιχός –ο : an adulterer, paramour, debaucher

    μν μνς : mna=100 drachmas=1/60 talent

    γγυητής –ο : one who gives security, a surety

    ριστόμαχος: Aristomachos

    θεσμοθετέω: to be a θεσμοθέτης, one of the Archons

    Ναυσίφιλος: Nausiphilos

    Ναυσίνικος: Nausinikos

    ρχω ρξω ρξα ρχα ργμαι ρχθην: begin, rule (+ gen.)

    article nav
    Previous
    Next

    Suggested Citation

    Deborah Kamen, Pseudo-Demosthenes: Against Neaira. Carlisle, Pennsylvania: Dickinson College Commentaries, 2018. ISBN: 978-1-947822-10-8.https://dcc.dickinson.edu/against-neaira/62-65