Ἃ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ διατρίβων ἐν τῇ σελήνῃ κατενόησα καινὰ καὶ παράδοξα, ταῦτα βούλομαι εἰπεῖν. πρῶτα μὲν τὸ μὴ ἐκ γυναικῶν γεννᾶσθαι αὐτούς, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῶν ἀρρένων· γάμοις γὰρ τοῖς ἄρρεσι χρῶνται καὶ οὐδὲ ὄνομα γυναικὸς ὅλως ἴσασι. μέχρι μὲν οὖν πέντε καὶ εἴκοσι ἐτῶν γαμεῖται ἕκαστος, ἀπὸ δὲ τούτων γαμεῖ αὐτός· κύουσι δὲ οὐκ ἐν τῇ νηδύϊ, ἀλλ᾽ ἐν ταῖς γαστροκνημίαις· ἐπειδὰν γὰρ συλλάβῃ τὸ ἔμβρυον, παχύνεται ἡ κνήμη, καὶ χρόνῳ ὕστερον ἀνατεμόντες ἐξάγουσι νεκρά, θέντες δὲ αὐτὰ πρὸς τὸν ἄνεμον κεχηνότα ζῳοποιοῦσιν. δοκεῖ δέ μοι καὶ ἐς τοὺς Ἕλληνας ἐκεῖθεν ἥκειν τῆς γαστροκνημίας τοὔνομα, ὅτι παρ᾽ ἐκείνοις ἀντὶ γαστρὸς κυοφορεῖ. μεῖζον δὲ τούτου ἄλλο διηγήσομαι. γένος ἐστὶ παρ᾽ αὐτοῖς ἀνθρώπων οἱ καλούμενοι Δενδρῖται, γίνεται δὲ τὸν τρόπον τοῦτον. ὄρχιν ἀνθρώπου τὸν δεξιὸν ἀποτεμόντες ἐν γῇ φυτεύουσιν, ἐκ δὲ αὐτοῦ δένδρον ἀναφύεται μέγιστον, σάρκινον, οἷον φαλλός· ἔχει δὲ καὶ κλάδους καὶ φύλλα· ὁ δὲ καρπός ἐστι βάλανοι πηχυαῖοι τὸ μέγεθος. ἐπειδὰν οὖν πεπανθῶσιν, τρυγήσαντες αὐτὰς ἐκκολάπτουσι τοὺς ἀνθρώπους. αἰδοῖα μέντοι πρόσθετα ἔχουσιν, οἱ μὲν ἐλεφάντινα, οἱ δὲ πένητες αὐτῶν ξύλινα, καὶ διὰ τούτων ὀχεύουσι καὶ πλησιάζουσι τοῖς γαμέταις τοῖς ἑαυτῶν. 

    The author gives an ethnographical report reminiscent of Ctesias and Herodotus.

    ἃ δὲ ἐν τῷ μεταξύ...κατενόησα καινὰ καὶ παράδοξα: "as for the new and strange things which I observed in the interval." For the rel. pron. ἅ at the start of a sentence with the sense of "as for what," see S. 2494. For τῷ μεταξύ, see S. 1153.

    κατενόησα: aor. of κατανοέω, "I observed."

    ταῦτα: this concisely encapsulates and emphasizes the contents of the preceding relative clause (S. 1252; cf. S. 947).

    τὸ μὴ γεννᾶσθαι: articular infin., "(the fact) that they are not born" (S. 2027; cf. S. 2035).

    γεννᾶσθαι: aor. pass. infin. of γενvάω.

    ἄρρεσι: dat. pl. with χρῶνται, "they use males."

    καὶ οὐδὲ ὄνομα γυναικὸς ὅλως ἴσασι: "and they do not even know the word for 'woman.'"

    ἴσασι: perf. 3 pl. of οἶδα, "they know."

    πέντε καὶ εἴκοσι ἐτῶν: "twenty-five years (of age)," (S. 1327; cf. S. 1317).

    ἀπὸ δὲ τούτων: "after these (years)" (ἀπό LSJ A.II).

    γαμεῖται: "acts as wife" (vs. γαμεῖ "acts as husband").

    γαστροκνημία, ἡ: "calf," (lit. "the belly of the leg").

    ἐπειδὰν (ἐπειδή + ἄν) συλλάβῃ: "whenever he conceives" (S. 2410 and 2399a).

    συλλάβῃ: aor. subj. of συλλαμβάνω, here "conceives."

    ἀνατεμόντες: aor. part. nom. pl. of ἀποτέμνω, "having cut."

    θέντες: aor. part. of τίθημι, "having placed."

    κεχηνότα: perf. part. acc. pl. n. of χάσκω, modifying αὐτὰ (νεκρά), "(with mouths) gaping."

    ἀντὶ γαστρὸς κυοφορεῖ: "instead of the belly, (the calf) becomes pregnant."

    μεῖζον τούτου: "greater than this" (S. 1431).

    διηγήσομαι: fut. "I will narrate."

    οἱ καλούμενοι Δενδρῖται: "the so-called Arboreals" (S. 2049).

    τὸν τρόπον τοῦτον: "in the following way" (S. 1606 and 1608).

    ἀποτεμόντες: aor. part., "having cut off."

    πηχυαῖοι τὸ μέγεθος: "a cubit long in size" (S. 1600 and 1601b).

    ἐπειδὰν πεπανθῶσιν: general temporal clause, “whenever they have ripened” (S. 2410 and 2399a).

    πεπανθῶσιν: aor. pass. subj. of πεπαίνω.

    τρυγήσαντες: aor. part. of τρυγάω, "having harvested."

    ὀχεύουσι: "they mount."

    πλησιάζουσι: "they have intercourse."

    VERB LIST

    διατρίβω: spend time

    σελήνη, ἡ: the moon

    κατανοέω: observe

    καινός, -ή, -όν: new, strange

    παράδοξος, -ον: incredible, paradoxical

    γεννάω: beget, give birth

    ἄρρην (ἄρσην), -ενος, ὁ: the male

    γάμος, ὁ: a wedding

    οὐδὲ ὅλως: not at all

    γαμέομαι: be married; act as wife

    κύω: conceive

    νηδύς, -ύος, ἡ: the belly

    γαστροκνημίη, ἡ: the calf

    συλλαμβάνω: collect, conceive

    ἔμβρυον, τό: a fetus

    παχύνω: thicken, fatten; pass. become thick

    κνήμη, ἡ: the calf

    ἀνατέμνω: cut open

    ἐξάγω: lead out

    νεκρός, -ά, -όν: dead

    ἄνεμος, ὁ: wind

    χάσκω: to have one's mouth open, yawn

    ζῳοποιέω: bring to life

    Ἕλληνες, οἱ: the Greeks

    ἐκεῖθεν: from that place, thence

    γαστήρ, -έρος, ἡ: the belly

    κυοφορέω: be pregnant, become pregnant

    μείζων, -ον (gen. -ονος): greater

    Δενδρίτης, -ου, ὁ: an Arboreal

    ὄρχις, -ιος (or -εως), ὁ: a testicle

    ἀποτέμνω: cut off, sever

    φυτεύω: plant

    δένδρον, τό: a tree 

    ἀναφύομαι: grow out, produce

    σάρκινος, -η, -ον: of flesh

    οἷον: like, as it were, so to speak

    φαλλός, ὁ: a phallus

    καρπός, ὁ: fruit

    κλάδος, ου, ὁ: a branch

    φύλλον, τό: a leaf

    βάλανος, ἡ: an acorn

    πηχυαῖος, -α, -ον: a cubit long

    πεπαίνω: ripen

    τρυγάω: gather

    ἐκκολάπτω: shell out; hatch

    αἰδοῖα, τά: the genitals

    πρόσθετος, -ον: added on; artificial

    ἐλεφάντινος, -η, -ον: of ivory

    πένης, -ητος, ὁ: a poor man

    ξύλινος, -η, -ον: wooden

    ὀχεύω: cover; mount

    πλησιάζω: bring near; have sex with (+ dat.)

    γαμέτης, -ου, ὁ: a spouse, mate, partner

    Article Nav
    Previous
    Next

    Suggested Citation

    Eric Casey, Evan Hayes, and Stephen Nimis, Lucian True History. Carlisle, Pennsylvania: Dickinson College Commentaries, 2023. ISBN: .
    https://dcc.dickinson.edu/lucian-true/book-1/1-22