Comparison of Adjectives

Book Nav

177. Most adjectives form the comparative by adding -τερος (-τέρᾱ, -τερον), the superlative by adding -τατος (-τάτη, -τατον), to the masculine stem. Stems in -ο with a short penult lengthen -ο- to -ω-:

Positive

Comparative

Superlative

δίκαιος (δικαιο-) just

δικαιό-τερος

δικαιό-τατος

μῑκρός (μῑκρο-) small

μῑκρό-τερος

μῑκρό-τατος

πικρός (πικρο-) bitter

πικρό-τερος

πικρό-τατος

πονηρός (πονηρο-) bad

πονηρό-τερος

πονηρό-τατος

σαφής (σαφεσ-) plain

σαφέσ-τερος

σαφέσ-τατος

εὐκλεής (εὐκλεεσ-) famous

εὐκλεέσ-τερος

εὐκλεέσ-τατος

μέλᾱς (μελαν-) black

μελάν-τερος

μελάν-τατος

γλυκύς (γλυκυ-) sweet

γλυκύ-τερος

γλυκύ-τατος

(πρέσβυς) (πρεσβυ-) old

πρεσβύ-τερος

πρεσβύ-τατος

But ο-stems with a short penult:

Positive

Comparative

Superlative

ἄξιος (ἀξιο-) wοrthy

ἀξιώ-τερος

ἀξιώ-τατος

νέος (νεο-) new, young

νεώ-τερος

νεώ-τατος

σοφός (σοφο-) wίse

σοφώ-τερος

σοφώ-τατος

178. A few stems drop -ο- before -τερος and -τατος

Positive

Comparative

Superlative

γεραιό-ς aged

γεραί-τερος

γεραί-τατος

παλαιό-ς old, ancient

παλαί-τερος

παλαί-τατος

σχολαῖο-ς leisurely

σχολαί-τερος

σχολαί-τατος

φίλο-ς dear

(φίλ-τερος poet.)

φίλ-τατος

παλαιός makes also παλαιότερος, παλαιότατος. For φίλτερος prose writers use μᾶλλον φίλος (§ 180, below).

179. The endings -εσ-τερος, -εσ-τατος (in imitation of words like σαφέσ-τερος) are added to stems in -ον.

Positive

Comparative

Superlative

εὐδαίμων fortunate

εὐδαιμον-έστερος

εὐδαιμον-έστατος

σώφρων discreet

σωφρον-έστερος

σωφρον-έστατος

a. Some contracting stems in -οο- are compared as if -τερος and -τατος were added to the nominative singular masculine.

Positive

Comparative

Superlative

ἁπλοῦς (ἁπλοο-) single

ἁπλούσ-τερος

ἁπλούσ-τατος

εὔνους (εὐνοο-) κind

εὐνούσ-τερος

εὐνούσ-τατος

b. Note also ἐρρωμένο-ς (strong), ἐρρωμεν-έστερος, ἐρρωμεν-έστατος, with loss of -ο-, and χαρίεις, χαριέσ-τερος, χαριέσ-τατος, from the stem χαριετ-. (Cp. § 164.a.)

180. Comparatives and superlatives are often made by the adverbs μᾶλλον (more) and μάλιστα (most) or ἧττον (less) and ἥκιστα (least).

μᾶλλον φίλος  more dear, dearer

μάλιστα φίλος  most dear, dearest

ἧττον φίλος  less dear

Participles are compared only in this way.

181. A few common adjectives form the comparative by adding -ῑ́ων (stem -ῑον, § 149), the superlative by adding -ιστος (-ίστη, -ιστον), to the root of the positive, or to a different form of the stem.

Positive

Comparative

Superlative

κακός bad

κακ-ῑ́ων worse

κάκ-ιστος worst

αἰσχρός unseemly

αἰσχ-ῑ́ων

αἴσχ-ιστος

[Cp. τὸ αἶσχ-ος (unseemliness), αἰσχ-ῡ́νω (shame)]

Positive

Comparative

Superlative

ἐχθρός hateful, hοstile

ἐχθ-ῑ́ων

ἔχθ-ιστος

[Cp. ἔχθω hate, τὸ ἔχθος (hatred)]

Positive

Comparative

Superlative

καλός beautiful

καλλ-ῑ́ων

κάλλ-ιστος

[Cp. τὸ κάλλος (beauty)]

Positive

Comparative

Superlative

ἡδύς agreeable

ἡδ-ῑ́ων

ἥδ-ιστος

[Cp. ἥδομαι (be pleased)]

Positive

Comparative

Superlative

ταχύς swift

θᾱ́σσων (θᾱ́ττων)

τάχ-ιστος

θᾱ́σσων is for ταχῑων: see §§ 56.c and 47.d.

For the declension of these comparatives see § 149.

182. Several common adjectives are irregular, because of sound changes, or because words quite different have come to be grouped together.

Positive

Comparative

Superlative

1. ἀγαθός  good

ἀμείνων

ἄριστος  brave, excellent, able

βελτῑ́ων

βέλτιστος  virtuous

κρείσσων (§ 56.c)

κράτιστος strong, superior
(Cp. τὸ κράτος  strength)

(λῴων, poetic)

(λῷστος, poetic)

2. κακός  bad

κακῑ́ων

κάκιστος

χείρων

χείριστος

ἥσσων (§ 56.c)

(ἥκιστα  least, adv.)

3. μέγας  tall, large

μείζων (for μεγῑων)

μέγιστος

4. ὀλίγος  little, (pl.) few

ἐλάσσων (§ 56.c)

ἐλάχιστος

μείων

5. πολύς much,  many

πλείων, πλέον

πλεῖστος
(Cp. πλέως, τὸ πλῆθος)

6. ῥᾱ́ͅδιος  easy

ῥᾱ́ͅων

ῥᾷστος

183. The following adjectives lack the positive.

 

Comparative

Superlative

(πρό  before)

πρότερος  former

πρῶτος  first

(ὑπέρ  over, beyond)

ὑπέρτερος  higher, superior

ὑπέρτατος  highest, supreme

ὕστερος  later

ὕστατος  latest

184. Two superlatives, ἔσχατος (farthest, extreme) and ὕπατος (highest), and a few others in poetry, contain an old ending -ατος. πρῶτος is contracted from πρό-ατος.