ἀτάρ (or αὐτάρ): but, yet
καίω καύσω ἔκαυσα –κέκαυκα κέκαυμαι ἐκαύθην: to light, kindle, burn
σπλάγχνον –ου τό: the inward parts
πατέομαι πάσομαι ἐπασάμην πέπασμαι: to eat
μιστύλλω – – – – –: to cut up 365
ἄρα: now, then, next, thus
ὀβελός –οῦ ὁ: a spit
πείρω πειρῶ ἔπειρα – πέπαρμαι ἐπάρην: to pierce quite through, fix
βλέφαρον –ου τό: eyelid (mostly in plur.)
ἐκσεύομαι ἐκσεύσομαι ἐξέσσυμαι ἐξεσύθην: to rush out
νήδυμος –ον: sweet, delightful;
ὕπνος –ου ὁ: sleep
θοός –ή –όν: swift
θίς θινός ὁ: shore, beach
σχεδόν: near; almost
κίω – – – – –: go, go away
ἀμφιέλισσα (fem. only): rowed on both sides
κνῖσα –ης ἡ: fat; scent or smoke of burnt sacrifice
ἀμφέρχομαι ἀμφελεύσομαι ἀμφῆλθον ἀμφιλήλυθα: to come round one, surround
ἀϋτμή –ῆς ἡ: breath, puff, air, gust
οἰμώζω οἰμώξομαι ᾤμωξα ––– ––– –––: to wail aloud, lament 370
ἀθάνατος –ον: immortal, deathless; (plur.) the gods
γεγωνέω γεγωνήσω ἐγεγώνησα γέγωνα: to tell out, proclaim
Ζεύς Διός ὁ: Zeus
ἠδέ: and
μάκαρ μάκαρος: blessed, happy; blessed ones, gods
ἄτη –ης ἡ: blindness, destruction
κοιμάω κοιμήσω ἐκοίμησα κεκοίμηκα κεκοίμημαι ἐκοιμήθην: (act.) to put to bed, lull; (mid. and pass.) to go to bed, lay down
νηλής –ές: pitiless, ruthless
ὕπνος –ου ὁ: sleep
ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion
μητίομαι μητίσομαι ἐμητισάμην: to devise, contrive, plan
ὠκύς ὠκεῖα ὠκύ: quick, swift, fast
Ὑπερίων –ονος ὁ: Hyperion, the Sun-god
ἄγγελος –ου ὁ: messenger
Λαμπετίη –ης ἡ: Lampetia, a nymph, daughter of Helius 375
τανύπεπλος –ον: with flowing peplos
ἕ: him, her, it; himself, herself, itself
ἐκτάμνω, aor. ἐξέταμον or ἔκταμε: to cut out
ἀθάνατος –ον: immortal, deathless; (plur.) the gods
μεταυδάω μεταυδήσω μετηύδησα μετηύδηκα μετηύδημαι μετηυδήθην: to speak among
χώομαι χώσομαι ἐχωσάμην – κέχωσμαι ἐχώσθην: to be angry, indignant
κῆρ κῆρος τό: heart, mind
Ζεύς Διός ὁ: Zeus
ἠδέ: and
μάκαρ μάκαρος: blessed, happy; blessed ones, gods
τίνω τείσω ἔτεισα/ἔτισα τέτεικα/τέτικα τέτεισμαι/τέτισμαι ἐτείσθην/ἐτίσθην: to pay, pay for, atone; (mid.) to make pay, punish, avenge oneself
ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion
Λαερτιάδης –ου ὁ: son of Laertes (Odysseus)
Ὀδυσσεύς –έως ὁ: Odysseus, king of Ithaca, hero of the Odyssey
ἐκτείνω ἐκτενῶ ἐξέτεινα ἐκτέτακα ἐκτέταμαι ἐξετάθην: kill
ὑπέρβιος –ον: (adv.) insolently, recklessly, lawlessly
ἀστερόεις –εσσα –εν: starred, starry 380
ἠδέ: and
ὁπότε: when
ἄψ: back
γαίη –ης ἡ: land, region, district
οὐρανόθεν: from heaven, down from heaven
προτρέπω προτρέψω πρέτρεψα προτέτροφα προτέτραμμαι πρετράφθην (or πρετράπην): (mid. to go, turn
τίνω τείσω ἔτεισα/ἔτισα τέτεικα/τέτικα τέτεισμαι/τέτισμαι ἐτείσθην/ἐτίσθην: to pay, pay for, atone; (mid.) to make pay, punish, avenge oneself
ἐπιεικής –ές: fitting, meet, suitable
ἀμοιβή –ῆς ἡ: a requital, recompense, compensation, return, payment
δὐω δύσω έδυσα/ἔδυν δέδυκα δέδυμαι εδύθην: plunge in, go into, sink
ᾍδης –ου ὁ: Hades
νέκυς –υος τό: dead body, corpse
ἀπαμείβομαι ἀπαμείψομαι ἀπημειψάμην ἀπημείφθην: to reply, answer
πρόσφημι πρόσφησω προσέφησα: to speak to, address
νεφεληγερέτα –ου ὁ: cloud-gatherer
Ζεύς Διός ὁ: Zeus
τοι: let me tell you, surely 385
ἀθάνατος –ον: immortal, deathless; (plur.) the gods
θνητός –ή –όν: mortal
βροτός –οῦ ὁ: mortal
ζείδωρος –ον: wheat-producing, fertile
ἄρουρα –ας ἡ: plowed or arable land; πατρίς ἄρουρα fatherland, homeland
τάχα: quickly; perhaps
θοός –ή –όν: swift
ἀργής –ῆτος: bright, glancing
κεραυνός –οῦ ὁ: a thunderbolt
τυτθός [–ή] –όν: little, small
κεάζω κεάσσω ἐκέασσα – – ἐκεάσθην: to split, cleave
οἶνοψ –οπος: wine-coloured, wine-dark
πόντος –ου ὁ: sea, open sea
Καλυψώ –οῦς ἡ: Calypso, a goddess, daughter of Atlas
εὔκομος –ον: fair-haired
Ἑρμῆς (or Ἑρμείας) –οῦ ὁ: Hermes, herm 390
διάκτορος –ου ὁ: the Messenger
ἀτάρ (or αὐτάρ): but, yet
ἄρα: now, then, next, thus
κατέρχομαι κατελεύσομαι/κάτειμι κατῆλθον κατελήλυθα ––– –––: to go down, descend; to go towards the shore
ἠδέ: and
νεικέω νεικέσω ἐνείκεσα: to quarrel
ἄλλοθεν: from elsewhere
ἐπισταδόν: standing over each in turn
μῆχος –ους τό: a means, expedient, remedy
τέρας –ατος τό: portent, monster
προφαίνω προφανῶ πρέφηνα προπέφηνα προπέφασμαι πρεφάν(θ)ην: to show, put into view; (mid.-pass.) to appear to the view
ἕρπω/ἑρπύζω ἕρψω/ἑρπύσω εἵρπυσα ––– ––– –––: to creep, crawl 395
ῥινός –οῦ ἡ: the skin
κρέας κρέως and κρέατος, gen. pl. κρειῶν, τό: meat, piece of meat
ὀβελός –οῦ ὁ: a spit
μυκάομαι μυκήσομαι ἐμυκησάμην: to moo, bellow, roar
ὀπταλέος –α –ον: roasted, broiled
ὠμός –ή –όν: raw