ἀμείβω ἀμείψω ἤμειψα ἤμειφα ἤμειμμαι ἠμείφθην: to respond, answer; to exchange; (mid.) to take turns, alternate; to change, place, pass
προσεῖπον (aor. 2 of προσαγορεύω and προσφωνέω); Εp. προσέειπον: to speak to one, address, accost
διογενής –ές: sprung from Zeus (epithet of Odysseus) 405
Λαερτιάδης –ου ὁ: son of Laertes (Odysseus)
πολυμήχανος –ον: full of resources, inventive, ever-ready
Ὀδυσσεύς –έως ὁ: Odysseus, king of Ithaca, hero of the Odyssey
Ποσειδῶν (or Ποσειδάων) –ῶνος ὁ: Poseidon
δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δεδάμασμαι/δέδμημα ἐδαμάσθην/ἐδμήθην: to overpower, tame, conquer, subdue
ὄρνυμι ὄρσω ὦρσα ὄρωρα ὀρώρεμαι –––: to stir up, move; (mid.) to rise, get up
ἀργαλέος –α –ον: hard to endure or deal with, difficult
ἄνεμος –ου ὁ: wind
ἀμέγαρτος –ον: unenviable
ἀϋτμή –ῆς ἡ: breath, puff, air, gust
ἀνάρσιος –ον: unfriendly, hostile
δηλέομαι δηλήσομαι ἐδηλησάμην δεδήλημαι: to hurt, harm
χέρσος –ου ἡ: dry land, land
Αἴγισθος –ου ὁ: Aegisthus, son of Thyestes, and cousin of Agamemnon
τεύχω τεύξω ἔτευξα τέτευχα τέτυγμαι ἐτύχθην: to make, build, prepare, fasten; to bring about
μόρος –ου ὁ: fate, destiny, death
κτείνω κτενῶ ἔκτεινα ἀπέκτονα ––– –––: kill
οὐλόμενος –η –ον: destructive, ruinous, cursed, unfortunate 410
ἄλοχος –ου ἡ: wife
οἰκόνδε: home, homeward, into the house, to the women's apartment
δειπνίζω δειπνιῶ ἐδείπνισα δεδείπνισμαι: to entertain at dinner
κατακτείνω κατακτενῶ κατέκτεινα καταπέκτονα ––– –––: to kill, slay, murder
φάτνη –ης ἡ: a manger, crib, feeding-trough
οἴκτιστος –η –ον: most pitiable, lamentable
ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion
νωλεμές: without interruption, continually
κτείνω κτενῶ ἔκτεινα ἀπέκτονα ––– –––: kill
ὗς (or σῦς) ὑός (or συός) ὁ/ἡ: swine, hog; (f.) sow
ἀργιόδους –όδοντος: white-toothed, white-tusked
ἄρα: now, then, next, thus
ἀφνειός [–ά] –όν: rich, wealthy
γάμος –ου ὁ: marriage, wedding 415
ἔρανος –ου ὁ: potluck, shared meal
εἰλαπίνη –ης ἡ: a feast
θάλλω θαλλήσω ἔθηλα τέθηλα ––– –––: to bloom, abound, to be luxuriant
φόνος –ου ὁ: murder, slaughter, corpse
ἀντιβολέω ἀντιβολήσω ἠντεβόλησα ––– ––– ἠντεβολήθην: to meet by chance, encounter
μουνάξ: singly, in single combat
κτείνω κτενῶ ἔκτεινα ἀπέκτονα ––– –––: kill
κρατερός –ά –όν: strong, powerful, mighty
ὑσμίνη –ης ἡ: a fight, battle, combat
ὀλοφύρομαι ὀλοφυροῦμαι ὠλοφυράμην – – ὠλοφύρθην: to lament, wail; pity
κρητήρ –ῆρος ὁ: large vessel for mixing water and wine
τράπεζα –ης ἡ: table; dinner
πλήθω πλήσω ἐπλησα πέπληθα: to be or become full
μέγαρον –ου τό: a large room, hall, feast-hall
δάπεδον –ου τό: surface, pavement, floor 420
θύω: to rage, seethe, cover, flow
οἰκτρός –ά –όν: pitiable, in piteous plight
ὄψ ὀπός ἡ: a voice
Πρίαμος –ου ὁ: Priam
Κασσάνδρα –ας ἡ: Cassandra, daughter of Priam
κτείνω κτενῶ ἔκτεινα ἀπέκτονα ––– –––: kill
Κλυταιμνήστρα –ας ἡ: Clytaemnestra, the queen of Agamemnon
δολομήτης –ου: crafty of counsel, wily
ἀτάρ (or αὐτάρ): but, yet
γαίη –ης ἡ: land, region, district
ἀείρω ἀρῶ ἤειρα ––– ἤερμαι ἠέρθην: to lift, heave, raise up
φάσγανον –ου τό: a sword
κυνώπης –ου: the dog-eyed
νοσφίζομαι νοσφιῶ ἐνόσφισα ––– νενόσφισμαι ἐνοσφίσθην: to turn one's back upon 425
τλάω τλήσομαι ἔτλην τέτληκα –––– ––––: to tolerate, endure, resist; to dare; to have the courage (+ infin.); (part.) τετληώς
ᾍδης –ου ὁ: Hades
συνερείδω συνερείσω συνήρεισα συνήρεικα συνερήρεισμαι συνηρείσθην: to press together, close
αἰνός –ή –όν: dread, grim
κύντερος –α –ον: more dog-like
φρήν φρενός ἡ: diaphragm; heart, mind, wits
μήδομαι μήσομαι ἐμησάμην: to meditate, prepare, plot
ἀεικής –ές: unseemly, shameful
κουρίδιος –α –ον: wedded 430
τεύχω τεύξω ἔτευξα τέτευχα τέτυγμαι ἐτύχθην: to make, build, prepare, fasten; to bring about
πόσις –ιος/–εως ὁ: husband, spouse, mate
φόνος –ου ὁ: murder, slaughter, corpse
τοι: let me tell you, surely
ἀσπάσιος [–α] –ον: well-received, welcome, pleasing; pleased, glad; (adv.) ἀσπασίως gladly, joyfully, willingly
ἰδέ: and
δμώς –ωός ὁ: an enslaved person, especially one taken in war
οἴκαδε: homeward
ἔξοχον or ἔξοχα : (adv.) specially, preeminently
λυγρός –ά –όν: sad, mournful, miserable
ἕ: him, her, it; himself, herself, itself
αἶσχος –ους τό: shame, disgrace
χέω χέω ἔχεα or ἔχευα κέχυκα κέχυμαι ἐχύθην: to pour, shed
ὀπίσω or ὀπίσσω: backwards, behind; in the future
θῆλυς θήλεια θῆλυ: female, feminine, soft
εὐεργός –όν: doing good
ἀτάρ (or αὐτάρ): but, yet 435
μιν: (accusative singular third person pronoun) him, her, it; himself, herself, itself
ἀμείβω ἀμείψω ἤμειψα ἤμειφα ἤμειμμαι ἠμείφθην: to respond, answer; to exchange; (mid.) to take turns, alternate; to change, place, pass
προσεῖπον (aor. 2 of προσαγορεύω and προσφωνέω); Εp. προσέειπον: to speak to one, address, accost
πόποι: alas! alack! well-a-day!
γόνος –ου ὁ: that which is begotten, offspring, a child, lineage
Ἀτρεύς –έως ὁ: Atreus, son of Pelops and Hippodamīa, father of Agamemnon and Menelāus; his sceptre
εὐρύοπα: the far-seeing
Ζεύς Διός ὁ: Zeus
ἔκπαγλος –ον: terrible, fearful
ἐχθαίρω ἐχθαροῦμαι ἤχθηρα ––– ––– –––: to hate, detest
γυναικεῖος [–α] –ον: of or belonging to women
Ἑλένη –ης ἡ: Helen, the wife of Menelāus, daughter of Zeus and Leda
Κλυταιμνήστρα –ας ἡ: Clytaemnestra, the queen of Agamemnon
δόλος –ου ὁ: scheme, plot, deception, trickery
ἀρτύω ἀρτύσω ἤρτῡσα ἤρτῡκα ἤρτῡμαι ἠρτύθην: to arrange, devise, prepare
τηλόθι: afar, at a distance