ἀμείβω ἀμείψω ἤμειψα ἤμειφα ἤμειμμαι ἠμείφθην: to respond, answer; to exchange; (mid.) to take turns, alternate; to change, place, pass 180
πότνια –ας ἡ: mistress, queen
λίαν: a great deal, extremely; excessively, too much
τλάω τλήσομαι ἔτλην τέτληκα –––– ––––: to tolerate, endure, resist; to dare; to have the courage (+ infin.); (part.) τετληώς
μέγαρον –ου τό: a large room, hall, feast-hall
ὀιζυρός –ά –όν: woeful, pitiable, miserable
ἕ: him, her, it; himself, herself, itself
φθί(ν)ω φθίσω έφθίκα ––– έφθιμαι έφθίμην: to decay, wane, dwindle
ἦμαρ –ατος τό: day
δάκρυον –ου τό: a tear
χέω χέω ἔχεα or ἔχευα κέχυκα κέχυμαι ἐχύθην: to pour, shed
πω: up to this time, yet
γέρας –ως τό: prize, privilege, sovereignty
ἕκηλος –ον: at rest, at one's ease
Τηλέμαχος –ου ὁ: Telemachus, the son of Odysseus and Penelope 185
τέμενος –ους τό: sacred precinct
νέμω νεμῶ ἔνειμα νενέμηκα νενέμημαι ἐνεμήθην: to distribute, assign, give out; to pasture or tend flocks; (mid.) to possess, enjoy, inhabit, feed upon, manage
δαίς δαιτός ἡ: feast, banquet, meal
ἔισος –η –ον: alike, equal
δαίνυμι δαίσω ἔδαισα: (act.) to give a banquet, distribute (food); (mid.) to share a meal; to feast (on), eat (+ acc.)
ἐπέοικε: to be like, to suit, to be fitting (+ infin.)
δικασπόλος –ου ὁ: one who administers law, a judge
ἀλεγύνω – – – – –: to furnish, prepare; to partake of
αὐτόθι: on the spot, right there
μίμνω ––– ––– ––– ––– –––: to remain, wait
ἀγρός –οῦ ὁ: field, arable land
πόλινδε: into or to the city
κατέρχομαι κατελεύσομαι/κάτειμι κατῆλθον κατελήλυθα ––– –––: to go down, descend; to go towards the shore
ἕ: him, her, it; himself, herself, itself
εὐνή εὐνῆς ἡ: pallet, bed, den; (pl.) stones (to anchor a ship), anchors
δέμνιον –ου τό: bed
χλαῖνα –ης ἡ: cloak, mantle
ῥῆγος –ους τό: a rug, blanket
σιγαλόεις –εσσα –εν: glossy, glittering, shining, splendid
χεῖμα –ατος τό: winter-weather, cold, frost 190
εὕδω εὑδήσω εὕδησα: sleep, lie down to sleep
ὅθι: where
δμώς –ωός ὁ: an enslaved person, especially one taken in war
κόνις –ιος/–εως ἡ: ashes
ἄγχι: near
χρώς χρωτός ὁ: the surface of the body, the skin
εἷμα –ατος τό: clothing
ἕννυμι ἕσσω ἕσσα: clothe, put on clothing
ἀτάρ (or αὐτάρ): but, yet
ἐπήν = ἐπεὶ ἄν: when, after
θέρος –ους τό: summer
θάλλω θαλλήσω ἔθηλα τέθηλα ––– –––: to bloom, abound, to be luxuriant
ὀπώρα –ας ἡ: late summer, early autumn
πάντῃ: every way, on every side
ἕ: him, her, it; himself, herself, itself
γουνός –οῦ ὁ: a hill
ἀλωή –ῆς ἡ: a threshing-floor
οἰνόπεδος –ον: with soil fit to produce wine, wine-producing
φύλλον –ου τό: a leaf
κλίνω κλινῶ ἔκλινα κέκλικα κέκλιμαι ἐκλίνην/ἐκλίθην: bend
χθαμαλός –ή –όν: near the ground, low, flat
εὐνή εὐνῆς ἡ: pallet, bed, den; (pl.) stones (to anchor a ship), anchors
ἀχεύω (or ἀχέω), aor. 2 ἤκαχε, pf. pass. ἀκάχημαι: to be afflicted, be grieved 195
φρήν φρενός ἡ: diaphragm; heart, mind, wits
πένθος –ους τό: grief, sadness, sorrow
ἀέξω ἀεξήσω ἠέξησα ἠέξηκα ἠέξημαι ἀεξήθην: to increase, enlarge, foster, strengthen
νόστος –ου ὁ: return (home)
ποθέω ποθήσω ἐπόθησα πεπὀθηκα πεπόθημαι ἐποθήθην: to desire, to miss
γῆρας –ως τό: old age
ἱκάνω ––– ––– ––– ––– –––: to come to, arrive at, reach
ὄλλυμι ὀλῶ ὤλεσα (or ὠλόμην) ὀλώλεκα (or ὄλωλα) ––– –––: to demolish, kill; to lose, suffer the loss of (+ acc.); (mid.) to die, perish, be killed
πότμος –ου ὁ: that which befalls one, one's lot, destiny; death
ἐφέπω ἐφέψω ἔπεσπον ––– ––– –––: to follow, pursue; to frequent, go often to, range over
μέγαρον –ου τό: a large room, hall, feast-hall
εὔσκοπος –ον: sharp-seeing, keen-sighted, watchful
ἰοχέαιρα –ας ἡ: arrow-pourer, shooter of arrows
ἑός ἑή ἑόν: his, her, own
ἀγανός –ή –όν: mild, gentle, kindly
βέλος –ους τό: arrow
ἐποίχομαι ἐποιχήσομαι ἐπῴχημαι: to go towards, approach; to ply (the loom)
καταφένω ––– κατέπεφνον: to kill, slay
ἐπέρχομαι ἔπειμι ἐπῆλθον ἐπελήλυθα ––– –––: to approach, arrive; to encounter, come up against, attack 200
τηκεδών –όνος ἡ: a melting away: a wasting away, consumption, decline
στυγερός –ά –όν: hated, abominated, loathed; chilling
μέλος –ους τό: a limb
ἐξαιρέω ἐξαιρήσω ἐξεῖλον ἐξῄρηκα ἐξῄρημαι ἐξῃρέθην: to take out, choose, deliver; to set aside for (+ dat.)
πόθος –ου ὁ: a longing, yearning, fond desire
μῆδος –ους τό: counsels, plans, arts, schemes
φαίδιμος –ον: shining
Ὀδυσσεύς –έως ὁ: Odysseus, king of Ithaca, hero of the Odyssey
ἀγανοφροσύνη –ης ἡ: gentleness, kindliness
μελιηδής –ές: honey-sweet
ἀπαυράω ἀπουρήσω ἀπαύρησα: to take away
ἀτάρ (or αὐτάρ): but, yet
φρήν φρενός ἡ: diaphragm; heart, mind, wits
μερμηρίζω μερμηρίξω ἐμερμήριξα: to ponder, wonder, stress over, debate, have it in mind
καταθνῄσκω καταθανοῦμαι κατέθανον κατατέθνηκα ––– –––: to die 205
τρίς: thrice
ἐφορμάω ἐφορμήσω ἐφώρμησα ἐφώρμηκα ἐφώρμημαι ἐφωρμήθην: to stir up, rouse against; to be eager, desire
ἄνωγα (pf. as pres.), ἠνώγεα (plupf. as impf.): to command, invite, exhort
τρίς: thrice
σκιά –ᾶς ἡ: a shadow
εἴκελος –η –ον: like
ὄνειρος –ου ὁ or ὄνειρον –ου τό: a dream
πέτομαι πετήσομαι ἐπτόμην πέπτηκα πέπτημαι ἐπετάσθην: to fly
ἄχος –ους τό: anguish, distress
κηρόθι: in the heart, with all the heart, heartily
μιν: (accusative singular third person pronoun) him, her, it; himself, herself, itself
φωνέω φωνήσω ἐφώνησα πεφώνηκα πεφώνημαι ἐφωνήθην: to make a sound, speak
πτερόεις πτερόεσσα πτερόεν: winged
προσαυδάω προσαυδήσω προσηύδησα προσηύδηκα προσηύδημαι προσηυδήθην: to speak to, address, accost
μίμνω ––– ––– ––– ––– –––: to remain, wait 210
μάω – – – – –: be eager, press on
ὄφρα: while; until; so that; ὄφρα … τόφρα, while … for so long
ᾍδης –ου ὁ: Hades
κρυερός –ά –όν: icy, chilling
τέρπω τέρψω ἔτερψα ––– ––– ἐτάρφθην/ἐτέρφθην: to delight; (mid./pass.) to have one's full of
γόος –ου ὁ: wailing, lamentation
εἴδωλον –ου τό: an image, a phantom
ἀγαυός –ή –όν: illustrious, noble
Περσεφόνη –ης ἡ: Persephone, Proserpine
ὀτρύνω ὀτρυνῶ ὤτρυνα ––– ––– –––: to urge on
ὄφρα: while; until; so that; ὄφρα … τόφρα, while … for so long
ὀδύρομαι ὀδυροῦμαι ὠδυράμην ––– ––– κατωδύρθην/ὠδύρθην: grieve
στεναχίζω – – – – –: to sigh, groan, wail
ἀμείβω ἀμείψω ἤμειψα ἤμειφα ἤμειμμαι ἠμείφθην: to respond, answer; to exchange; (mid.) to take turns, alternate; to change, place, pass 215
πότνια –ας ἡ: mistress, queen
κάμμορος –ον: ill-fated
φώς φωτός ὁ: man
Περσεφόνη –ης ἡ: Persephone, Proserpine
Ζεύς Διός ὁ: Zeus
ἀπαφίσκω ἀπαφήσω ἤπαφον: cheat, beguile
βροτός –οῦ ὁ: mortal
σάρξ σαρκός ἡ: flesh
ὀστέον –ου τό: a bone
ἴς ἰνός ἡ: strength, force; sinew, tendon
κρατερός –ά –όν: strong, powerful, mighty 220
μένος –ους τό: might
αἴθω ––– ––– ––– ––– –––: to light up, kindle
δαμνάω/δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δεδάμασμαι/δέδμημαι ἐδαμάσθην/ἐδμήθην: to overpower, tame, conquer, subdue
λευκός –ή –όν: white; light, bright
ὀστέον –ου τό: a bone
ἠΰτε: as, like as
ὄνειρος –ου ὁ or ὄνειρον –ου τό: a dream
ἀποπέτομαι ἀποπτήσομαι ἀποπεπόταμαι/ἀποπεπότημαι ἀπεπετάσθην: to fly off
ποτάομαι ποτήσομαι πεπότημαι ἐποτήθην: to fly about
φόωσδε: to the light, to the light of day
λιλαίομαι – – – – –: to desire, to miss; to long for (+ gen. or infin.)
μετόπισθε: behind, in back of; afterwards; toward the west
τεός –ή –όν: = σός, 'your'