"ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε κυανοχαίτης.

αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἐξαῦτις πολὺ μείζονα λᾶαν ἀείρας

ἧκ᾽ ἐπιδινήσας, ἐπέρεισε δὲ ἶν᾽ ἀπέλεθρον,

κὰδ᾽ δ᾽ ἔβαλεν μετόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο

τυτθόν, ἐδεύησεν δ᾽ οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι.540

ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης·

τὴν δὲ πρόσω φέρε κῦμα, θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι.

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφικόμεθ᾽, ἔνθα περ ἄλλαι

νῆες ἐύσσελμοι μένον ἁθρόαι, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι

ἥατ᾽ ὀδυρόμενοι, ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί,545

νῆα μὲν ἔνθ᾽ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν,

ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.

μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες

δασσάμεθ᾽, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.

ἀρνειὸν δ᾽ ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι550

μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα· τὸν δ᾽ ἐπὶ θινὶ

Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει,

ῥέξας μηρί᾽ ἔκαιον· ὁ δ᾽ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν,

ἀλλ᾽ ὅ γε μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι

νῆες ἐύσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι.555

ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα

ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·

ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,

δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.

ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,560

δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα

αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι·

οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,

ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.

ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,565

ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους."

    Polyphemus hurls a second boulder. Odysseus joins the rest of the fleet at the isle of the goats and they sail on.

    536  τοῦ δ᾽ ἔκλυε: κλύω takes a genitive, in this case the personal pronoun τοῦ, “him” (Monro 256).

    536  κυανοχαίτης: "the dark-haired (god)," that is, Poseidon (see κυανοχαῖτα, 9.528).

    537  : Polyphemus.

    538  ἧκ(ε): aor. > ἵημι.

    538  ἐπέρεισε δὲ ἶν(α) ἀπέλεθρον: “he put enormous effort into it.” 

    538  ἐπέρεισε: aor. > ἐπερείδω, “to drive home.”

    538  ἶν(α): acc. sing. > ἴς (LSJ ἴς B), “strength, force.”

    539  κὰδ᾽ δ᾽ ἔβαλεν: "he threw (it) down." κὰδ = κατά, either adverbial (“down”) or in tmesis (separation of the preposition and verb in a compound verb) with ἔβαλεν. Compare this line with line 482.

    539  μετόπισθε: “in back of” + gen.

    540  τυτθόν: “a little,” adverbial acc., modifying μετόπισθε.

    540  ἐδεύησεν ... ἱκέσθαι: "failed to reach," "just missed," a repetition of line 483.

    541  a repetition of line 484

    541  ἐκλύσθη: "surged," aor. pass. 3rd sing > κλύζω.

    542  τὴν: “it” (the ship), direct object of φέρε (ἔφερε) and θέμωσε. 

    542  θέμωσε … ἱκέσθαι: repeated from line 486, but here χέρσον refers to the small island introduced in line 116.

    543  ὅτε δὴ: “just when.”

    543  ἔνθα περ: “right where” (περ is an intensifier).

    544  μένον:  unaugmented impf.

    544  ἀμφὶ: “around,” adverbial.

    544  ἑταίροι: the men who had been left behind on the island.

    545  ἥατ(ο): "were sitting," = ἧντο or εἵατο, impf. mid. 3rd pl > ἧμαι (Autenrieth). 

    545  ἡμέας: ἡμᾶς.

    545  προτιδέγμενοι: "awaiting," aor. ptc. > προσδέχομαι; ποτι- = προσ-.

    546  κέλσαμεν: aor. > κέλλω. The object is νῆα.

    547  ἐκ … βῆμεν: = ἐξέβημεν, tmesis (separation of the preposition and verb in a compound verb).

    549  ὡς μή: introducing a negative purpose clause, followed by the optative κίοι.

    549  ἴσης: “of a fair share,” supply μοίρας, genitive of separation after the participle. 

    549  ἀτεμβόμενος: ἀτέμβω + gen., “to deprive of.” A repetition of line 42.

    550  οἴῳ: “alone”

    551  μήλων δαιομένων: genitive absolute. 

    551  δαιομένων: > δαίω, "to distribute."

    551  δόσαν: unaugmented aor. 

    551  τὸν: refers to the ram, the direct object of the participle ῥέξας ( > ῥέζω), “to sacrifice,” in line 553.

    552  Ζηνὶ: "to Zeus," indirect object of the aorist participle ῥέξας.

    553  ὁ δ᾽: “But he,” Zeus.

    553  ἱρῶν: “the sacrifices” (LSJ ἱερός III.1), gen. with ἐμπάζετο ( > ἐμπάζομαι), “to care for.”

    554  ὅπως … ἀπολοίατο: indirect question with optative in secondary sequence. 

    554  ἀπολοίατο: 3rd pl. aor. mid. opt. > ἀπόλλυμαι, middle of ἀπόλλυμι, “to perish.”

    556  πρόπαν ἧμαρ: accusative of extent of time.

    562–65  a repetition of lines 178–180

    565  ἀκαχήμενοι: pf. mid. ptc. > ἀχεύω, "to be afflicted, be grieved."

    565  ἦτορ: accusative of respect or specifying accusative (Goodell 537; Monro 137). A repetition of line 62.

    566  ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο: “glad to have escaped death” (lit., “glad [to be] out of death”).

    566  ὀλέσαντες: "having suffered the loss of" (+ acc.), aor. act. ptc. > ὄλλυμι. A repetition of line 63.

    εὔχομαι εὔξομαι ηὐξάμην ηὖγμαι: to pray; to make a vow, promise; to declare, affirm; to glory in, boast of (for good reason)

    κλύω ––– κέκλυκα ––– ––– –––: to hear, listen to; to have a reputation, be judged or considered

    κυανοχαίτης –ου: dark-haired

    ἀτάρ: but, yet

    ἐξαῦτις: over again, once more, anew

    λᾶας –ου ὁ: stone

    ἀείρω ἀρῶ ἤειρα ––– ἤερμαι ἠέρθην: to lift, heave, raise up

    ἐπιδινέω/ἐπιδινεύω ἐπιδινήσω ἐπεδίνησα – ἐπιδεδίνημαι ἐπεδινήθην: to rotate, spin, move in a circle

    ἐπερείδω ἐπερείσω ἐπήρεισα ἐπερήρεικα/ἐπήρεικα ἐπερήρεισμαι/ἐπήρεισμαι ἐπηρείσθην: to drive against, drive home

    ἴς ἰνός ἡ: strength, force; sinew, tendon

    ἀπέλεθρος –ον: immeasurable

    μετόπισθε: behind, in back of; afterwards; toward the west

    κυανόπρῳρος –ον: with dark-blue prow, dark-prowed

    τυτθός [–ή] –όν: little, small

    δεύω (Epic for δέω) δεύσω ἔδευσα: to lack, need; to fail to (+ infin.); to be defective, inferior, lesser

    οἰήϊον –ου τό: a rudder, helm

    ἄκρος –α –ον: at the furthest point, topmost

    ἱκνέομαι ἵξομαι ἱκόμην ––– ἷγμαι –––: to come 540

    κλύζω κλύσω ἔκλυσα κέκλυκα κέκλυσμαι ἐκλύσθην: to surge, swell, overflow

    κατέρχομαι κατελεύσομαι/κάτειμι κατῆλθον κατελήλυθα ––– –––: to go down, descend

    πέτρη –ης ἡ: rock, cliffs, shelf of rock

    πρόσω: forwards, further, henceforth

    κῦμα –ατος τό: wave

    θεμόω θεμώσω ἐθέμωσα: to drive

    χέρσος –ου ἡ: dry land, land

    ἱκνέομαι ἵξομαι ἱκόμην ––– ἷγμαι –––: to come

    εὔσελμος –ον: well-benched, with good banks of oars

    ἀθρόος –α –ον: crowded together, many

    ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion

    ἧμαι (or κάθημαι) ––– ––– ––– ––– –––: sit

    ὀδύρομαι ὀδυροῦμαι ὠδυράμην ––– ––– κατωδύρθην/ὠδύρθην: grieve

    προσδέχομαι προσδέξομαι προσέδεξαμην ––– προσέδεγμαι προσεδέχθην: to expect, await, wait 545

    κέλλω κέλσω/κελῶ ἔκελσα: to bring to shore; to land, enter harbor

    ψάμαθος –ου ἡ: sand, sea-sand

    ῥηγμίν –ῖνος ἡ: the sea breaking on the beach, the line of breakers, surf

    μῆλον –ου τό: sheep or goat

    Κύκλωψ –πος ὁ: Cyclops

    γλαφῠρός –ά –όν: hollow, deep

    δατέομαι δάσομαι ἐδασάμην δέδασμαι: to divide among themselves

    ἀτέμβω – – – – –: to deprive of (+ gen.)

    κίω – – – – –: go, go away

    ἀρνειός –οῦ ὁ: ram, wether (3-year old ram)

    οἶος –α –ον: alone

    ἐϋκνήμις –ιδος: having lovely greaves 550

    ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion

    μῆλον –ου τό: sheep or goat

    δαίω – – – – –: to divide; (mid.) to distribute

    ἔξοχον or ἔξοχα: (adv.) specially, preeminently

    θίς θινός ὁ: shore, beach

    Ζεύς Διός ὁ: Zeus

    κελαινεφής –ές: of the black clouds, wrapped in black clouds (epithet of Zeus)

    Κρονίδης –ου ὁ: son of Cronus

    ἀνάσσω ἀνάξω ἤναξα: to be king, lord, or master of, rule over, reign

    ῥέζω ῥέξω ἔρρεξα – – ἐρρέχθην: to do, accomplish; to offer (sacrifice)

    μηρία –ων τά: femur, thigh-bones (of sacrificial animals)

    καίω καύσω ἔκαυσα –κέκαυκα κέκαυμαι ἐκαύθην: to light, kindle, burn

    ἐμπάζομαι – – – – –: to attend to, take care of (+ gen.)

    μερμηρίζω μερμηρίξω ἐμερμήριξα: to be full of cares, to be anxious

    εὔσελμος –ον: well-benched, with good banks of oars

    ἐρίηρος –ον: faithful, devoted 555

    ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion

    πρόπας –ασα –αν: all

    ἦμαρ –ατος τό: day

    καταδύω καταδύσω καταδέδυκα/κατέδυν καταδέδυμαι καταδεδύθην: to sink; (of the sun) to set

    ἧμαι (or κάθημαι) ––– ––– ––– ––– –––: sit

    δαίνυμι δαίσω ἔδαισα: to give a banquet; to feast on (+ acc.)

    κρέας κρέως and κρέατος, gen. pl. κρειῶν, τό: meat, piece of meat

    ἄσπετος –ον: immense, abundant, infinite

    μέθυ –υος τό: wine, mead

    ἦμος: when, while

    καταδύω καταδύσω καταδέδυκα/κατέδυν καταδέδυμαι καταδεδύθην: to sink; (of the sun) to set

    κνέφας –ους τό: darkness, evening dusk, twilight

    κοιμάω κοιμήσω ἐκοίμησα κεκοίμηκα κεκοίμημαι ἐκοιμήθην: to put to bed; (mid.) to go to bed, lie down

    ῥηγμίν –ῖνος ἡ: the sea breaking on the beach, the line of breakers, surf

    ἦμος: when, while

    ἠριγένεια –ας ἡ: early-born, child of morn

    ῥοδοδάκτυλος –ον: rosy-fingered

    ἠώς ἠοῦς ἡ: dawn

    ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion

    ἐποτρύνω ἐποτρυνῶ ἐπώτρυνα: to incite, urge on; to provoke; (mid.) to speed up, make hurry

    ἀναβαίνω ἀναβήσομαι ἀνέβην ἀναβέβηκα ––– –––: board, go up

    πρυμνήσιος –α –ον: cables for mooring a ship's stern to the shore

    αἶψα: rapidly, speedily, suddenly

    εἰσβαίνω (Ion. ἐσβαίνω) εἰσβήσομαι εἰσέβην εἰσβέβηκα ––– –––: to go into

    κληΐς κληῖδος ἡ: bolt; (pl.) oarlocks

    καθίζω (Ion. κατίζω) καθιῶ (Ion. κατίσω) καθῖσα/ἐκάθισα (or κατῖσα) κεκάθικα: to sit down; to set, place

    ἑξῆς: one after another, in order, in a row

    ἕζομαι – – – – –: sit down

    πολιός –ή –όν: white

    ἅλς ἁλός ὁ: salt (m.); sea (f.)

    τύπτω τύψω ἔτυψα τέτῠφα (or τετύπτηκα) τέτυμμαι ἐτύφθην (or ἐτυπτήθην or ἐτύπην): to beat, strike; (mid.) to mourn

    ἐρετμόν –οῦ τό: oar

    ἔνθεν: from here, from there

    προτέρω: further, forwards

    ἀχεύω, aor. 2 ἤκαχε, pf. pass. ἀκάχημαι: to be afflicted, be grieved

    ἦτορ τό: the heart

    ἄσμενος –η –ον: glad

    ὄλλυμι ὀλῶ ὤλεσα (or ὠλόμην) ὀλώλεκα (or ὄλωλα) ––– –––: to demolish, kill; to lose, suffer the loss of (+ acc.); (mid.) to die, perish, be killed

    ἑταῖρος –ου ὁ: comrade, companion

    article nav
    Previous
    Next

    Suggested Citation

    Thomas Van Nortwick and Rob Hardy, Homer: Odyssey 5–12. Carlisle, Pennsylvania: Dickinson College Commentaries, 2024. ISBN: 978-1-947822-17-7 https://dcc.dickinson.edu/homer-odyssey/ix-536-566