Ζεύς
μὴ διάτριβε· ἄλλον κάλει τὸν Περιπατητικόν.
Ἑρμῆς
σέ φημι, τὸν καλόν, τὸν πλούσιον. ἄγε δή, ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον, τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον.
Ἀγοράστης
ποῖος δέ τις ἐστί;
Ἑρμῆς
μέτριος, ἐπιεικής, ἁρμόδιος τῷ βίῳ, τὸ δὲ μέγιστον, διπλοῦς.
Ἀγοράστης
πῶς λέγεις;
Ἑρμῆς
ἄλλος μὲν ὁ ἔκτοσθεν φαινόμενος, ἄλλος δὲ ὁ ἔντοσθεν εἶναι δοκεῖ· ὥστε ἢν πρίῃ αὐτόν, μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῖν.
Ἀγοράστης
τί δὲ γινώσκει μάλιστα;
Ἑρμῆς
τρία εἶναι τὰ ἀγαθά, ἐν ψυχῇ, ἐν σώματι, ἐν τοῖς ἐκτός.
Ἀγοράστης
ἀνθρώπινα φρονεῖ. πόσου δέ ἐστιν;
Ἑρμῆς
εἴκοσι μνῶν.
Ἀγοράστης
πολλοῦ λέγεις.
Ἑρμῆς
οὔκ, ὦ μακάριε: καὶ γὰρ αὐτὸς ἔχειν τι ἀργύριον δοκεῖ, ὥστε οὐκ ἂν φθάνοις ὠνούμενος. ἔτι δὲ εἴσῃ αὐτίκα μάλα παρ᾽ αὐτοῦ πόσον μὲν ὁ κώνωψ βιοῖ τὸν χρόνον, ἐφ᾽ ὁπόσον δὲ βάθος ἡ θάλαττα ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλάμπεται, καὶ ὁποία τίς ἐστιν ἡ ψυχὴ τῶν ὀστρείων.
Ἀγοράστης
Ἡράκλεις τῆς ἀκριβολογίας.
Ἑρμῆς
τί δὲ εἰ ἀκούσειας ἄλλα πολλῷ τούτων ὀξυδερκέστερα, γονῆς τε πέρι καὶ γενέσεως καὶ τῆς ἐν ταῖς μήτραις τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, καὶ ὡς ἄνθρωπος μὲν γελαστικόν, ὄνος δὲ οὐ γελαστικὸν οὐδὲ τεκταινόμενον οὐδὲ πλωϊζόμενον;
Ἀγοράστης
πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν.
notes
Test
vocabulary
διάτριβω: to delay
περιπατετικός, -ή, -όν: Peripatetic, of Aristotle and his followers, so called because they discussed philosophy while walking around (περιπατεῖν)
ὠνέομαι: to buy, purchase
συνετός, -ή, -όν: wise, intelligent, sagacious
ἐπίσταμαι: to know how to do (+ inf.); to understand, know, be versed in (+acc.)
μέτριος, -α, -ον: measured
ἐπιεικής, -ές: fitting, suitable, reasonable; (of persons) able, capable
ἁρμόδιος, -α, -ον: fitting together, agreeable, accordant
διπλοῦς, -ῆ, -οῦν: double, twofold
ἔκτοσθεν: (adv.) outside
ἔντοσθεν: (adv.) inside
μιμνήσκω: to remember
ἐξωτερικός, -ή, -όν: outside, eternal, exoteric
ἐσωτερικός, -ή, -όν: internal, inner, esoteric
μακάριος, -α, -ον: blessed
ἀργύριον, -ου, τό: small coin, silver
φθάνω: to anticipate, be the first to (+ participle)
κώνωψ, κώνωπος, ὁ: gnat
βάθος, -ους, τό: depth
καταλάμπω: shine upon
ὄστρεον (ὄστρειον), -ου, τό: oyster
ἀκριβολία, ή: exactness, precision
ὀξυδερκής, -ές: sharp-sighted, quick-sighted
γονή, -ῆς, ἡ: offspring, act of generation, birth
γενέσις, γενέσεως, ἡ: origin, source, production, creation
ἔμβρυον, ἐμβρύου, τό: embryo
πλαστική, -ῆς, ἡ: molding
γελαστικός, -ή, -όν: able to laugh
ὄνος, -ου, ὁ: donkey, ass
τεκταίνομαι: frame, devise, work, (often of carpenters)
πλωίζομαι: to sail on the sea
πάνσεμνος, -ον: all-majestic
ὀνησιφόρος, -ον: bringing advantage, beneficial
μάθημα, μαθήματος, τό: lesson