προστίθημι, προσθήσω, προσέθηκα, προστέθηκα, προστέθειμαι (but commonly προσκεῖμαι instead), προσετέθην

TEST TRANSLATION
προστίθημι
DEFINITION
أضاف/يضيف إلى ؛ أنضمّ/ينضمّ
FREQUENCY RANK
266
أقسام الكلام
فعل: μι-- نهاية الفعل
Arabic