διαφθείρω, διαφθερῶ, διέφθειρα, διέφθαρκα, διέφθαρμαι, διεφθάρην

Search Lemma
διαφθείρω
DEFINITION
a distruge; a corupe
FREQUENCY RANK
402
PARTE DE VORBIRE
verb: -ω rădăcina lichidă
Romanian