ἵστημι στήσω will set, ἔστησα set, caused to stand, 2 aor. ἔστην stood, ἕστηκα stand, plup. εἱστήκη stood, ἐστάθην stood Read more about ἵστημι στήσω will set, ἔστησα set, caused to stand, 2 aor. ἔστην stood, ἕστηκα stand, plup. εἱστήκη stood, ἐστάθην stood
καθίστημι, καταστήσω, κατέστησα, κατέστην, καθέστηκα, plupf. καθειστήκη, κατεστάθην Read more about καθίστημι, καταστήσω, κατέστησα, κατέστην, καθέστηκα, plupf. καθειστήκη, κατεστάθην
μίγνυμι, μείξω, ἔμειξα, μέμειγμαι, ἐμείχθην Read more about μίγνυμι, μείξω, ἔμειξα, μέμειγμαι, ἐμείχθην