καταλαμβάνω, καταλήψομαι, κατέλαβον, κατείληφα, κατείλημμαι, κατελήφθην

TEST TRANSLATION
καταλαμβάνω
DEFINITION
قبض/يقبض ، أمسك/يُمسِك ، القى القبض على ، إعتقل/يعتقل ، أجبر/يُجبِر
FREQUENCY RANK
381
أقسام الكلام
فعل: ω-- نهاية جذر الفعل λ, μ, ν, ρ
Arabic