Note: There is a printable version of these exercises in the "printables" tab to the right.

Exercises 9.1 Memorize the feminine and neuter definitive articles and the lesson vocabulary. Practice declining the following:

  1. μυριάς, μυριάδος ἡ
  2. νύξ, νυκτός ἡ
  3. φῶς, φωτός τό
  4. χρῆμα, χρήματος τό

 

Exercises 9.2 Parse each inflected form, and provide the vocabulary entry (definite article, nominative singular, genitive singular). Review the persistent accent rules for nouns. Based upon these rules, and the vocabulary entry for each, place the appropriate accent mark on each form.

  1. στoματα
  2. πραγματι
  3. νυκτων
  4. σχημασι
  5. πατριδος
  6. μυριαδας
  7. χρηματα
  8. ἐλπιδα
  9. ὑδωρ
  10. αἱματων
    Chapter Nav.
    New Vocabulary

    δαίμων δαίμονος ὁ, ἡ divinity

    παῖς, παιδός ὁ, ἡ child

    ἐλπίς ἐλπίδος ἡ hope

    μυριάς μυριάδος ἡ ten thousand; countless

    νύξ νυκτός ἡ night

    πατρίς πατρίδος ἡ fatherland

    αἷμα αἵματος τό blood

    γράμμα γράμματος τό letter

    θέλημα θελήματος τό will, wish, desire

    ὄνομα ὀνόματος τό name

    οὖς, ὠτός τό ear

    πνεῦμα πνεύματος τό wind, breath, spirit

    πρᾶγμα πράγματος τό thing; (pl.) circumstances, affairs, business

    ῥῆμα ῥήματος τό word, saying

    σπέρμα σπέρματος τό seed, offspring

    στόμα στόματος τό mouth

    σχῆμα σχήματος τό form, appearance

    σῶμα σώματος τό body

    ὕδωρ, ὕδατος τό water

    ὑπάρχοντα ὑπαρχόντων τά circumstances, property

    • only occurs in the plural!

    φῶς, φωτός τό light

    χρῆμα χρήματος τό thing; (pl.) money

     

    NOTE: Three entries on this list have irregular nom./acc. singular forms:

    οὖς, ὠτός τό ear

    • (stem ὠτ-); cf. medical terms with "oto-." This monosyllabic noun is accented like παῖς, παιδός ὁ, ἡ i.e., the genitive plural is ὤτων.

    ὕδωρ, ὕδατος τό water

    • (stem ὑδατ-); cf. “hydr-” words in English (dehydrate, hydrogen).

    φῶς, φωτός τό light

    • (stem φωτ-); cf. “phosphorescent” and “photo” in English. This monosyllabic noun is accented like παῖς, παιδός, ὁ, ἡ i.e., the genitive plural is φώτων
    Previous Vocabulary

    ἀγών ἀγῶνος ὁ contest

    αἷμα αἵματος τό blood

    αἰών αἰῶνος ὁ age, eternity

    ἀνίστημι raise, appoint

    ἀποδίδωμι give back

    ἀπόλλυμι kill, destroy

    ἄρχων ἄρχοντος ὁ ruler

    ἀφίημι send forth; let go, allow

    γράμμα γράμματος τό letter

    δαίμων δαίμονος ὁ divinity

    δείκνυμι show

    δίδωμι give

    εἰμί be

    ἐλπίς ἐλπίδος ἡ hope

    ἐπιτίθημι put on

    ζεύγνυμι yoke, join together

    ἡγεμών ἡγεμόνος ὁ guide, commander

    θέλημα θέλματος τό will, wish, desire

    ἵημι throw

    ἵστημι stand

    καθίστημι set down, establish

    μή no, not (infinitive mood)

    μίγνυμι mix

    μυριάς μυριάδος ἡ ten thousand; countless

    νύξ νυκτός ἡ night

    ὄμνυμι swear (an oath); swear to

    ὄνομα ὀνόματος τό name

    οὐ, οὐκ, οὐχ no, not (indicative mood)

    οὖς, ὠτός τό ear

    παῖς, παιδός ὁ child

    παραδίδωμι hand over, deliver

    πάρειμι be present

    παρίστημι present, offer, supply

    πατρίς πατρίδος ἡ fatherland

    πνεῦμα πνεύματος τό wind, breath, spirit

    πούς, ποδός ὁ foot

    πρᾶγμα πράγματος τό thing; (pl.) circumstances, affairs, business

    προστίθημι add to

    ῥήγνυμι break, shatter

    ῥῆμα ῥήματος τό word, saying

    σκεδάννυμι scatter, disperse

    σπέρμα σπέρματος τό seed, offspring

    στόμα στόματος τό mouth

    σχῆμα σχήματος τό form, appearance

    σῶμα σώματος τό body

    τίθημι put, place, make

    ὕδωρ, ὕδατος τό water

    ὑπάρχοντα ὑπαρχόντων τά circumstances, property

    φημί say, assert

    φῶς, φωτός τό light

    χρῆμα χρήματος τό thing; (pl.) money

    Printables
    article Nav