δεῦρύ μ’ ἐκ Κρήτας ἐπ[ὶ τόνδ]ε ναῦον
ἄγνον, ὄππ[ᾳ τοι] χάριεν μὲν ἄλσος
μαλί[αν], βῶμοι τεθυμιάμε-
νοι [λι]βανώντῳ·4
ἐν δ’ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι’ ὔσδων
μαλίνων, βρόδοισι δὲ παῖς ὀ χῶρος
ἐσκίαστ’, αἰθυσσομένων δὲ φύλλων
κῶμα κατέρρει·8
ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλεν
ἠρίνοισιν ἄνθεσιν, αἰ δ’ ἄηται
μέλλιχα πνέοισιν [
[12
ἔνθα δὴ σύ . . . . ἔλοισα Κύπρι
χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως
ὀμμεμείχμενον θαλίαισι νέκταρ
οἰνοχόαισον16
Vocabulary
δεῦρο: (to) here, hither
Κρήτη: Crete
ἀγνός -ή -όν: holy, hallowed
χαρίεις χαρίεσσα χαρίεν: graceful, beautiful
ἄλσος -εος τό: sacred grove
βωμός -οῦ ὁ: altar
Θυμιάω: to smoke
λιβανωτός -οῦ ὁ: frankincense
ψυχρός -ά -όν: cold
κελαδέω: to make the sound of flowing water, babble, roar
Ὄζος -ου ὁ: bough, branch
μάλινος -η -ον: of an apple tree
ῥόδον -ου τό: rose
χῶρος -ου ὁ: place
σκιάζω: to shade, overshadow, cover
αἰθύσσω: to put in rapid motion; pass. to move rapidly, quiver
φύλλον -ου τό: leaf, petal
κῶμα -ατος τό: sleep induced by enchantment, trance (per Page 1955)
καταρρέω: to flow or fall down, drip
λειμών -ῶνος ὁ: meadow
ἱππόβοτος -ον: grazed by horses
Θάλλω: to bloom
ἐαρινός -η -ον: of spring, springtime
ἄνθος -εος τό: blossom, flower
ἀήτης -ου ὁ/ἡ: wind, breeze
μείλιχος -ον: gentle
πνέω: to blow
Κύπρις -ιδος ἡ: Kypris, a name for Aphrodite, from the island of Cyprus
κύλιξ -ικος ἡ: wine-cup
ἄβρως: gracefully
ἀναμείγνυμι: to mix
θαλία ἡ: festivities
νέκταρ -αρος τό: nectar
οἰνοχοεύω: to pour (wine)
Notes
test
translation
test