[48] ὡς δ᾽ ἀπηλλαγμένοι ἦσαν, οἱ παρόντες ἑκατέρῳ ἐπὶ τῇ διαίτῃ καὶ τοῖς πράγμασιν, οἷον οἶμαι φιλεῖ γίγνεσθαι ἑκάστοτε, ἄλλως τε καὶ περὶ ἑταίρας οὔσης αὐτοῖς τῆς διαφορᾶς, ἐπὶ δεῖπνον ᾖσαν ὡς ἑκάτερον αὐτῶν, ὁπότε καὶ Νέαιραν ἔχοιεν, καὶ αὑτηὶ συνεδείπνει καὶ συνέπινεν ὡς ἑταίρα οὖσα. καὶ ὅτι ταῦτ᾽ ἀληθῆ λέγω, κάλει μοι μάρτυρας τοὺς συνόντας αὐτοῖς, Εὔβουλον Προβαλίσιον, Διοπείθην Μελιτέα, Κτήσωνα ἐκ Κεραμέων. “Μάρτυρες

Εὔβουλος Προβαλίσιος, Διοπείθης Μελιτεύς, Κτήσων ἐκ Κεραμέων μαρτυροῦσιν, ἐπειδὴ αἱ διαλλαγαὶ ἐγένοντο αἱ περὶ Νεαίρας Φρυνίωνι καὶ Στεφάνῳ, πολλάκις συνδειπνῆσαι αὐτοῖς καὶ συμπίνειν μετὰ Νεαίρας τῆς νυνὶ ἀγωνιζομένης, καὶ ὁπότε παρὰ Στεφάνῳ εἴη Νέαιρα καὶ ὁπότε παρὰ Φρυνίωνι.”

[49] ὅτι μὲν τοίνυν ἐξ ἀρχῆς δούλη ἦν καὶ ἐπράθη δὶς καὶ ἠργάζετο τῷ σώματι ὡς ἑταίρα οὖσα, καὶ ἀπέδρα τὸν Φρυνίωνα εἰς Μέγαρα, καὶ ἥκουσα κατηγγυήθη ὡς ξένη οὖσα πρὸς τῷ πολεμάρχῳ, τῷ τε λόγῳ ἀποφαίνω ὑμῖν καὶ μεμαρτύρηται. βούλομαι δ᾽ ὑμῖν καὶ αὐτὸν Στέφανον τουτονὶ ἐπιδεῖξαι καταμεμαρτυρηκότ᾽ αὐτῆς ὡς ἔστι ξένη.

[50] τὴν γὰρ θυγατέρα τὴν ταυτησὶ Νεαίρας, ἣν ἦλθεν ἔχουσα ὡς τουτονὶ παιδάριον μικρόν, ἣν τότε μὲν Στρυβήλην ἐκάλουν, νυνὶ δὲ Φανώ, ἐκδίδωσι Στέφανος οὑτοσὶ ὡς οὖσαν αὑτοῦ θυγατέρα ἀνδρὶ Ἀθηναίῳ Φράστορι Αἰγιλιεῖ, καὶ προῖκα ἐπ᾽ αὐτῇ δίδωσι τριάκοντα μνᾶς. ὡς δ᾽ ἦλθεν ὡς τὸν Φράστορα, ἄνδρα ἐργάτην καὶ ἀκριβῶς τὸν βίον συνειλεγμένον, οὐκ ἠπίστατο τοῖς τοῦ Φράστορος τρόποις ἀρέσκειν, ἀλλ᾽ ἐζήτει τὰ τῆς μητρὸς ἔθη καὶ τὴν παρ᾽ αὐτῇ ἀκολασίαν, ἐν τοιαύτῃ οἶμαι ἐξουσίᾳ τεθραμμένη.

    The supporters of both men attest that, after the arbitration, they often drank and dined with Neaira. After summarizing what he has shown thus far, Apollodoros says that Stephanos married off Neaira’s daughter Phano, as his own daughter, to a man named Phrastor.

    48

    πηλλαγμένοι σαν < ἀπαλλάττω, in passive, “to be reconciled” (LSJ B.II.8); for periphrastic forms of the perfect (as here), see S. 599.

    οον: the neuter singular of οἷος can be used, as here, as an adverb meaning “as, like” (LSJ V.2).

    φιλε: in its impersonal use, it means “is usual.”

    λλως τε καί: “especially” (S. 2980)

    ς κάτερον ατν: “at the house of each of them,” i.e., each arbiter went to the house of the man who had brought him into the matter to drink with Neaira on days when she was there.

    49 

    πέδρα < ἀποδιδράσκω (+ acc. of person from whom one runs)

    κουσα: “on arrival” in Athens

    κατηγγυήθη ς ξένη οσα: “was forced to post bail as a foreigner”; see §40.

    καταμεμαρτυρηκότ(α) ατς: “has given evidence against her,” perfect participle in indirect statement

    50

    παιδάριον μικρόν: take as predicate of ἥν.

    προκα: thirty mnae is an average-sized dowry.

    κριβς τν βίον συνειλεγμένον: “had gotten together a living frugally,” i.e., had become prosperous through frugal living. συνειλεγμένον < συλλέγω

    πίστατο < ἐπίσταμαι

    ρέσκειν: “adjust herself to,” “fit in with”

    ἐξουσίᾳ: i.e., power to do as she wished

    48

    δίαιτα –ης : arbitration

    οος –α –ον: such as, of what sort, like, (exclam.) what a!, how! ; οἷός τε (+infin.) fit or able to; οἷόν τε (+infin.) it is possible to

    φιλέω φιλήσω φίλησα πεφίλημαι φιλήθην: to like (to do), to be usual, to happen commonly

    κάστοτε: each time, on each occasion

    ταίρα –ας : comrade (female), companion (female), courtesan

    δεπνον –ου τό: feast

    πότε: when

    συνδειπνέω συνδειπνήσω συνεδείπνησα συνδεδείπνηκα: to dine with

    συμπίνω: to drink together, join in a drinking bout

    σύνειμι συνέσομαι ––– ––– ––– –––: be with, live, have dealings with

    Εβουλος: Euboulos

    Προβαλίσιος: of the deme Probalinthos

    Διοπείθης: Diopeithes

    Μελιτεύς: of the deme Melite

    Κτήσων: Kteson

    Κεραμες: Kerameis, deme of Attica

    μαρτυρέω μαρτυρήσω μαρτύρησα μεμαρτύρηκα μεμαρτύρημαι μαρτυρήθην: witness to

    διαλλαγή –ς : change, reconciliation

    Φρυνίων: Phrynion

    Στέφανος: Stephanos

    νυνί: now, at this moment

    γωνίζομαι γωνισιομαι γωνισάμην ––– γώνισμαι γωνίσθην: to contend for a prize; to contend in court; (pass.) to be on trial

    δούλη –ης : slave

    πιπράσκω πωλήσω/ποδώσομαι πεδόμην πέπρακα πέπραμαι πράθην: to sell

    δίς: twice, doubly

    ποδιδράσκω ποδράσομαι πέδραν ποδέδρακα ––– –––: run away, shun, avoid

    Μέγαρα: the town of Megara

    κατεγγυάω: to make [someone] give security

    ξένη: a female guest, a foreign woman

    πολέμαρχος: commander in war, general, leader; at Athens, the third Archon

    ποφαίνω ποφαν πέφηνα ποπέφηνα ποπέφασμαι πεφάν(θ)ην: display, produce

    πιδείκνυμι πιδείξω πέδειξα πιδέδειχα πιδέδειγμαι πεδείχθην: display, exhibit; show, prove

    καταμαρτυρέω: to bear witness against

    50

    παιδάριον: a young, little boy

    Στρυβήλη: Strybele

    Φανώ: Phano

    κδίδωμι κδώσω ξέδωκε κδέδωκα κδέδομαι ξεδόθην: to give in marriage

    θηναος –α –ον: Athenian

    Φράστωρ: Phrastor

    Αγιλιεύς: of the deme Aigilia

    προίξ προικός : gift; dowry

    μν μνς : mna=100 drachmas=1/60 talent

    ργάτης –ου : a worker, laborer

    συλλέγω συλλέξομαι συνέλεξα συνείλοχα συνείλεγμαι συνελέχθην (or συνελέγην): collect

    πίσταμαι πιστήσομαι ––– ––– ––– πιστήθην: to know how to (+ infin.)

    ρέσκω ρέσω ρεσα ––– ––– ρέσθην: to conform to (+ dat.)

    θος –ους τό: custom, habit

    κολασία: licentiousness, intemperance

    ξουσία –ας : power, authority, resources

    article nav
    Previous
    Next

    Suggested Citation

    Deborah Kamen, Pseudo-Demosthenes: Against Neaira. Carlisle, Pennsylvania: Dickinson College Commentaries, 2018. ISBN: 978-1-947822-10-8.https://dcc.dickinson.edu/ro/against-neaira/48-50