τεθνάκην δ’ ἀδόλως θέλω·
ἄ με ψισδομένα κατελίμπανεν2
πόλλα καὶ τόδ’ ἔειπέ̣ [μοι·
̔ ὤιμ’ ὠς δεῖνα πεπ[όνθ]αμεν,
Ψάπφ’, ἦ μάν σ’ ἀέκοισ΄ ἀπυλιμπάνω.’5
τὰν δ’ ἔγω τάδ’ ἀμειβόμαν·
̔ χαίροισ’ ἔρχεο κἄμεθεν
μέμναισ’, οἶσθα γὰρ ὤς σε πεδήπομεν·8
αἰ δὲ μή, ἀλλά σ’ ἔγω θέλω
ὄμναισαι [. . . .] . [. . .] . .αι
. . [ ] καὶ κάλ’ ἐπάσχομεν·11
πο̣[λλοις γὰρ στεφάν]οις ἴων
καὶ βρ[όδων κρο]κ̣ίων τ’ ὔμοι
κα . .[ ] πὰρ ἔμοι περεθήκαο,14
καὶ πό̣[λλαις ὐπα]θύμιδας
πλέκ[ταις ἀμφ’ ἀ]πάλᾳ δέρᾳ
ἀνθέων ἔ̣[βαλες] πεποημμέναις,17
καὶ πο̣λ̣λ̣ῳ[ ] . μύρῳ
βρενθείῳ . [ ]ρ̣υ[ . . ]ν
ἐξαλείψαο κα̣[ὶ βασ]ι̣ληίῳ,20
καὶ στρώμν[αν ἐ]πὶ μολθάκαν
ἀπάλαν πα . [ ] . . .ων
ἐξίης πόθο̣[ν ] . νίδων,23
κωὔτε τις[ οὔ]τ̣ε̣ τι
ἶρον οὐδυ[ ]
ἔπλετ’ ὄππ̣[οθεν ἄμ]μες ἀπέσκομεν,26
οὐκ ἄλσος . [ χ]ό̣ρος
]ψόφος
] . . .οιδιαι29