Homeric adjectives: πολύς




Irregular Adjectives

 

πολύς, πολλή, πολύ

much, many

Masc.

Fem.

Neut.

Sing.

Nom.

πολύς

πολλή

πολύ

Gen.

πολέος

πολλῆς

πολέος

Dat.

πολέι

πολλῇ

πολέι

Acc.

πολύν

[πουλύν]

πολλήν

πολύ

Voc.

πολύ(ς)

πολλή

πολύ

Dual

Nom. / Acc. / Voc.

 

 

 

Gen. / Dat.

Plur.

Nom. / Voc.

πολέες

πολλαί

πολέα

Gen.

πολλῶν

πολλᾱ́ων, -έων

πολλῶν

Dat.

πολέ(ε)σ(σ)ι

πολλῇσι, -ῇς

πολέ(ε)σ(σ)ι

Acc.

πολέας

πολλᾱ́ς

πολέα